«Τρέχουν να προλάβουν» θα μπορούσε να είναι το μότο όσων το τελευταίο διάστημα αντλούν τεράστια κεφάλαια μέσω της αγοράς ομολόγων. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως σε έκδοση χρέους 4 χωρών η συνολική προσφορά προσέγγισε τα 240 δισ., με τα 70 δισ. για τίτλους που εξέδωσε το Ηνωμένο Βασίλειο, άλλα 70 δισ. για χρέος της Ιρλανδίας, περί τα 78 για χρέος της Ισπανίας και πάνω από 17 δισ. στην τελευταία έκδοση, στην οποία προχώρησε πρόσφατα η Αθήνα για 7ετούς διάρκειας ομόλογο.
Με επιτόκιο κοντά στο 1,55%, αντλώντας τελικά 3 δισ., με την πλειονότητα των αγοραστών να αφορά σε θεσμικά χαρτοφυλάκια, συντηρητικά funds, τραπεζικά «καλάθια» με περιορισμένη τη συμμετοχή των hedge funds. Τηρουμένων των αναλογιών, είναι ίδια η εικόνα, με ίδια σύνθεση από την πλευρά των αγοραστών, που πρακτικά σημαίνει ότι κυρίως «συντηρητικό χρήμα» τοποθετείται σε αυτές τις εκδόσεις.
Γιατί όμως αυτή η «βροχή» εκδόσεων, όπως χαρακτηριστικά την αναφέρει το Bloomberg, συνεκτιμώντας τη γνώμη κορυφαίων οικονομολόγων και αναλυτών.
H κύρια παράμετρος είναι η υπερβάλλουσα ρευστότητα διεθνώς, που, λόγω της διόρθωσης των χρηματιστηρίων και του lockdown που προκάλεσε ο Covid-19, σε συνδυασμό με τα ενισχυμένα προγράμματα στήριξης των Κεντρικών Τραπεζών, δημιούργησαν μια τεράστια «φούσκα ρευστότητας» τρισ. δολ., που αργά ή γρήγορα θα αναζητούσε επενδυτική διέξοδο.
Γιατί τώρα; Γιατί τρέχουν να προλάβουν κράτη, αλλά και πολυεθνικοί επιχειρηματικοί κολοσσοί; Καταρχάς, επειδή από το φθινόπωρο σχεδιάζουν να βγουν στις αγορές για να αντλήσουν «φθηνό» χρήμα η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ενδεχομένως ο ίδιος ο Μηχανισμός Σταθερότητας. Υπολογίζεται πως μόνο αυτοί οι τρεις φορείς, αν βγουν συντονισμένα στο διάστημα μέσα Σεπτεμβρίου-μέσα Νοεμβρίου, θα μπορούσαν να ζητήσουν ακόμη και περισσότερα των 300 δισ. ευρώ.
Ειδικότερα, οι Βρυξέλλες σχεδιάζουν να χρηματοδοτήσουν ένα μεγάλο μέρος του περιβόητου Ταμείου Ανάκαμψης μέσω προσφυγής της ΕΕ στις αγορές. Θα πρόκειται για κάποιας μορφής «κοινό χρέος» έναντι μελλοντικών αποδόσεων σε βάθος χρόνου, θυμίζοντας το επενδυτικό παράδοξο πως πρόσφατα η Βιέννη βγήκε στις αγορές με τίτλο χρέους 100ετούς διάρκειας, δηλαδή αυστριακό χρέος που λήγει το 2120 (!).
Μία επιπλέον παράμετρος αποδίδεται στην πανδημία, σχετίζεται με την πάγια –για χρόνια– τακτική των κάθε λογής funds να επενδύουν/τοποθετούν το 70% plus των προς διάθεση κεφαλαίων τους το αργότερο μέχρι τον Απρίλιο.
Με την παγκόσμια κοινότητα σε lockdown, το επίμαχο διάστημα συν τα προγράμματα ΡΕΡΡ κ.λπ. των Κεντρικών Τραπεζών, σωρεύθηκε ρευστότητα ιστορικά πρωτοφανής, που μέχρι τον Ιούλιο πρέπει να στραφεί κάπου. Πού; Προσώρας, κυρίως στα ομόλογα, τώρα που οι τιμές τους είναι ψηλά και οι αποδόσεις τους φθίνουν.
Η ζυγαριά θα αρχίσει να κλίνει προς άλλες αγορές, λ.χ. «μετοχών», όταν θα φανεί πως θα αρχίσει η πτώση στις τιμές και η επιβάρυνση στην απόδοσή τους. Αν και όταν έρθει αυτή η στιγμή, θα σημάνει το έναυσμα της στροφής προς τα χρηματιστήρια.
Προφανώς, η συγκυρία «έρχεται γάντι» τόσο στο ελληνικό Δημόσιο όσο στους μεγάλους επιχειρηματικούς όμιλους της χώρας. Ήδη η Αθήνα, μέσω τριών εκδόσεων του ΟΔΔΗΧ (σε διάστημα 6 μηνών!), άντλησε περί τα 7,5 δισ., με την προσφορά να πλησιάζει συνολικά τα 40 δισ. Δηλαδή ένα 22% του ΑΕΠ της χώρας προσφέρθηκε από τις «αγορές» για την αγορά ελληνικού χρέους, και μάλιστα με τις δύο τελευταίες να επιχειρούνται εν μέσω πανδημίας και των πρώτων βημάτων προς τη νέα πραγματικότητα και να στέφονται δε από απόλυτη επιτυχία.
Μάλιστα, πρόσφατα (Τετάρτη 2 Ιουλίου), ο ΟΔΔΗΧ προχώρησε στην έκδοση εντόκου 6μηνης διάρκειας, απορροφώντας περί τα 825 (αντί των 615) εκατ., λόγω της αυξημένης ζήτησης.
Αυτό το κλίμα, εύλογα, σπεύδουν να εκμεταλλευτούν και ισχυρά ονόματα του εγχώριου επιχειρείν, είτε απευθυνόμενα στην εγχώρια αγορά (εταιρικών ομολόγων) είτε στη διεθνή.
Πηγή: ΧΡΗΜΑ WEEK, 07/07/2020