Ένα διάστημα 12+6 μηνών ήταν αρκετό για να επιβεβαιωθεί ο χαρακτήρας του ελληνικού χρηματιστηρίου. Στους μεν 12 μήνες, δηλαδή το 2019, για να καταγραφεί η μεγαλύτερη απόδοση από κάθε άλλη αγορά διεθνώς, στους δε πρώτους 6 μήνες του 2020 για να αναδειχθεί η «ρηχότητά» του, καθώς ήταν το χρηματιστήριο με τις μεγαλύτερες απώλειες από κάθε άλλη χώρα της ευρωζώνης και με την αναλογική εκτενέστερη «εξαέρωση» σε όρους κεφαλαιοποίησης ως ποσοστό στο ΑΕΠ.
Περισσότερα από 17 δισ. χάθηκαν το πρώτο εξάμηνο, σχεδόν το 8% του ελληνικού ΑΕΠ, με τον τραπεζικό κλάδο να «μετρά» διόρθωση σχεδόν 60% στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουνίου.
Επί της ουσίας, το ελληνικό χρηματιστήριο ουδέποτε ακολούθησε το μακροβιότερο bull market στην ιστορία της Wall Street, παρέμεινε σε τεράστιο discount σε σχέση με τα ευρωπαϊκά, ακόμη και χωρών με σημαντικά οικονομικά προβλήματα (Μιλάνο), ενώ ήταν η αγορά με τη μεγαλύτερη πτώση στη διάρκεια της κρίσης λόγω Covid-19, για να ακολουθήσει με ισχνή αντίδραση την (σχεδόν) ολική επαναφορά των S&P 500 και Nasdaq ή την ανάκτηση μεγάλου μέρους των απωλειών (λόγω κορωνοϊού) που είχε ο DAX στη Φραγκφούρτη.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως την ώρα που ο S&P 500 διαμορφωνόταν στις 3.115,86 μονάδες (Τετάρτη 1 Ιουλίου), σε κοντινή απόσταση από το all year high των 3.393,52 μονάδων, και ο DAX στις 12.259,19 (με ιστορικό υψηλό τις 13.795,52 μονάδες), στο Χρηματιστήριο Αθηνών ο Γενικός Δείκτης μετά βίας έφτανε τις 641,43 μονάδες.
Με τον τραπεζικό κλαδικό δείκτη στις 370, σε απόσταση μόλις 100 μονάδων από το all year low.
Το πρόβλημα της χρηματιστηριακής αγοράς μας είναι η απουσία συγκροτημένου εγχώριου επενδυτικού πόλου, με ενδεικτικό το γεγονός ότι το σύνολο του ενεργητικού όλων των αμοιβαίων κεφαλαίων μόλις που ξεπερνά τα 7 δισ., όταν η έκθεση των ξένων (και… ξένων) funds, traders κ.λπ. στις εισηγμένες υπολογίζεται στα 27 δισ. (στο 63,5% της συνολικής αποτίμησης, τον Μάιο του 2020). Συνεπώς, οι ξένοι (και… ξένοι) έχουν τον «πρώτο και τελευταίο λόγο», επί της ουσίας, «χειραγωγούν» τη διακύμανση των διεθνών δεικτών (FTSE, MSCI) και μέσω αυτών διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην επενδυτική θέση μιας εισηγμένης.
Πρόβλημα αποτελεί και η «ρηχότητά» της, καθώς μόλις 13 εισηγμένες αποτιμώνται από 1 δισ. και πάνω, δηλαδή έχουν κάποια θέση στα χαρτοφυλάκια των hyper funds. Coca-Cola, OTE, ΟΠΑΠ, Jumbo, Prodea, ΕΛΠΕ, Eurobank, Motor Oil, Εθνική, Τέρνα Ενεργειακή, Lamda Development, Mytilineos και Alpha Bank.
Από αυτήν την άποψη, εξηγείται η στάση των ξένων, που έχουν επενδυμένο ένα μεγάλο μέρος σε μία (το πολύ) 15άδα εισηγμένων με μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα, που κατά κύριο λόγο είναι μετοχές με θετική απόδοση όχι τόσο σε βραχύβιες «αναλαμπές» της αγοράς, αλλά σε μεγαλύτερης διάρκειας κύκλους.
Και ένα μικρότερο, κυρίως για trading κινήσεις, με το ήμισυ αυτού να «παίζεται» στις τραπεζικές μετοχές. Υπολογίζοντας μια αναλογία 80/20, περί τα 20 με 22 δισ. (σε τρέχουσες τιμές), είναι τοποθετημένο σε μετοχές με long τάση για διαστήματα 1-5 ετών. Από ΟΤΕ και Coca-Cola μέχρι Motor Oil, Mytilineos, ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, ΟΠΑΠ και Jumbo, ΟΛΠ, Τέρνα Ενεργειακή, Sarantis, και από το 2019 σε Lamda Development, ΔΕΗ, Viohalco.
Πηγή: ΧΡΗΜΑ WEEK, 07/07/2020