Το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της ΕΕ που δεν έχει υιοθετήσει το target model είναι «ασυγχώρητο λάθος» είχε επισημάνει πρόσφατα ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κωστής Χατζηδάκης, τονίζοντας πως αν είχε εφαρμοστεί το σύστημα αυτό, «θα τερματίζονταν διάφορα ειδικά καθεστώτα και δώρα των κυβερνήσεων στον έναν και στον άλλον που στρεβλώνουν την αγορά και προξενούν αδικίες. Και κυρίως θα έπεφταν οι τιμές για τη βιομηχανία και τους απλούς καταναλωτές».
Τώρα, ένα μήνα πλέον πριν την εφαρμογή του target model (1η Νοεμβρίου), το ΥΠΕΝ προχωρά σε στοχευμένες δράσεις, με επίκεντρο το κοινοτικό πλαίσιο, και θα έχουν ως στόχο τη μείωση του κόστους της ενέργειας για νοικοκυριά, μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις.
Πρακτικά το νέο μοντέλο (target model) θα περιορίσει τις χρεώσεις που επιβάλλονται εκτός αγοράς ενώ θα επιτρέψει τη σύζευξη της ελληνικής με τις γειτονικές αγορές ενέργειας, αυξάνοντας έτσι τον ανταγωνισμό δεδομένου ότι οι χονδρικές τιμές του ρεύματος στη χώρα μας είναι οι υψηλότερες στην Ε.Ε, όπως αποκαλύπτουν και τα τελευταία στοιχεία 6μηνου, σύμφωνα με το ΑΠΕ.
Στα μέτρα περιλαμβάνονται μείωση κόστους σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας, εκπτώσεις σε λογαριασμούς όσων επενδύουν στην εξοικονόμηση ενέργειας, παρεμβάσεις για ενεργοβόρες βιομηχανίες. Αναλυτικά:
–Αλλαγές στο καθεστώς των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, οι οποίες θα ενταχθούν στο καθεστώς της ελεύθερης αγοράς (αντί των εγγυήσεων που ισχύουν τώρα). Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διαχειριστή ΑΠΕ και Εγγυήσεων Προέλευσης (ΔΑΠΕΕΠ) το μέσο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στο πρώτο πεντάμηνο του έτους ήταν 134,3 ευρώ ανά μεγαβατώρα (84,7 ευρώ για τα αιολικά, 262,1 ευρώ για τα φωτοβολταϊκά) όταν το κόστος της λιγνιτικής μεγαβατώρας ήταν (στο επτάμηνο) 82 ευρώ και του φυσικού αερίου 44 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Σημειώνεται ότι οι τιμές για τις ανανεώσιμες πηγές έχουν μειωθεί θεαματικά στους διαγωνισμούς που διεξάγονται τα τελευταία χρόνια, ωστόσο παραμένει σε λειτουργία μεγάλος όγκος ακριβών μονάδων που ανεβάζουν το συνολικό κόστος. Σε κάθε περίπτωση, από το ΥΠΕΝ έχει αποκλειστεί το ενδεχόμενο αύξησης του ΕΤΜΕΑΡ (τέλος μείωσης αερίων ρύπων που περιλαμβάνεται στους λογαριασμούς ρεύματος και χρηματοδοτεί το λογαριασμό των ανανεώσιμων πηγών). Το ΕΤΜΕΑΡ προβλέπεται να ενσωματωθεί στο ανταγωνιστικό σκέλος των λογαριασμών, δηλαδή στην προμήθεια ενώ ταυτόχρονα θα επιταχυνθούν οι διαδικασίες για την ένταξη νέων μονάδων με χαμηλότερες τιμές. Τέλος προβλέπεται η λήψη μέτρων για τους διαγωνισμούς που διοργανώνει η ΡΑΕ για νέες μονάδες ΑΠΕ με κριτήριο τη χαμηλότερη προσφερόμενη τιμή ανά κιλοβατώρα (για όσο διάστημα θα συνεχίσουν να διεξάγονται). Σε μελέτη αξιολόγησης του σχήματος των ανταγωνιστικών διαδικασιών για την περίοδο 2018-2020 που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του ΥΠΕΝ, ενώ σημειώνονται γενικά θετικές συνέπειες ως προς την υλοποίηση επενδύσεων και την πτώση των τιμών, εν τούτοις καταγράφονται και «Ισχυρές ενδείξεις δεσπόζουσας θέσης είτε σε επίπεδο έργων που συμμετέχουν σε ανταγωνιστική διαδικασία είτε σε επίπεδο υποβολής προσφορών».
–Ριζικές παρεμβάσεις για τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις που περιλαμβάνονται στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού. Οι Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας θα μειωθούν για όλους τους καταναλωτές με την πρόοδο των διασυνδέσεων των νησιών. Η μεθοδολογία υπολογισμού των Χρεώσεων για τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής (ΑΔΜΗΕ, ΔΕΔΔΗΕ) θα αναμορφωθεί στην κατεύθυνση της μείωσης για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες. Οι μειώσεις αυτές προβλέπονται να εφαρμοστούν από το 2021 και θα αποτελέσουν το πρώτο βήμα στην κατεύθυνση της εισαγωγής κινήτρων για μείωση των απωλειών, εξοικονόμηση ενέργειας και διαχείρισης της ζήτησης.
– Εκτεταμένα προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας σε κατοικίες («Εξοικονομώ) αλλά και δημόσια κτίρια, επιχειρήσεις με επιχορηγήσεις, δάνεια και αξιοποίηση του θεσμού των ενεργειακών υπηρεσιών. Το νέο Εξοικονομώ αναμένεται να προκηρυχθεί άμεσα ενώ θα ακολουθήσουν νέοι κύκλοι με χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ.
– Ειδικό «πακέτο» ελάφρυνσης του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία που περιλαμβάνει μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στη μέση τάση, διατήρηση των ενισχύσεων για τους κλάδους που υφίστανται τη λεγόμενη «διαρροή άνθρακα», επιπλέον μείωση των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες.