Του Γρηγόρη Σαμπάνη*

Οι προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού συστήματος φαίνονται ιδιαίτερα βελτιωμένες το τελευταίο διάστημα, παρά την πρωτοφανή οικονομική κρίση που δημιουργεί η πανδημία, κάτι που αντανακλάται και στις μετοχές τους (ο κλαδικός δείκτης στο ΧΑ έχει κερδίσει 95% από τις αρχές Νοεμβρίου). Όμως, το βασικό πρόβλημα παραμένει άλυτο: οι τράπεζες δεν μπορούν, ακόμη, να χορηγήσουν τα δάνεια που χρειάζεται η πραγματική οικονομία, κάτι που μπορεί να γίνει μόνο αν προωθηθεί με πολύ ταχύτερο ρυθμό η εξυγίανση των χαρτοφυλακίων τους.

Χάρη και στους αποτελεσματικούς χειρισμούς της κυβέρνησης, που επέτρεψαν στη χώρα να επωφεληθεί πλήρως από όλα τα μέτρα στήριξης της ευρωπαϊκής οικονομίας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προστατεύοντας τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν βρει ισχυρά στηρίγματα στη διάρκεια αυτής της κρίσης:

  1. Αντλώντας δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ από την ΕΚΤ με αρνητικό επιτόκιο (-1%) και έχοντας συνεχή αύξηση καταθέσεων, οι τράπεζες είναι για πρώτη φορά, εδώ και πολλά χρόνια, σε θέση να διαθέτουν πλεόνασμα ρευστότητας: ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας (LCR), που συστηματικά βρισκόταν κάτω από το ελάχιστο όριο του 100%, τώρα το ξεπερνά αρκετά. Αυτή η ρευστότητα αποτελεί σημαντική πηγή κερδοφορίας για τις τράπεζες, επειδή διατίθεται με αρνητικό επιτόκιο.
  2. Σημαντική πηγή κερδοφορίας αποτελούν και τα χαρτοφυλάκια ομολόγων των ελληνικών τραπεζών, καθώς η συμμετοχή της Ελλάδας, για πρώτη φορά, στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (πρόγραμμα αγοράς τίτλων για την πανδημία – PEPP) έχει φέρει σε ιστορικά χαμηλά τις αποδόσεις των ελληνικών τίτλων, αυξάνοντας αντίστοιχα τις τιμές τους.
  3. Οι νέοι εποπτικοί κανόνες για την κεφαλαιακή επάρκεια και την εποπτική μεταχείριση των δανείων που μπαίνουν σε αναστολή πληρωμής λόγω της πανδημίας έχουν προσφέρει στις ελληνικές τράπεζες μια σημαντική ανακούφιση από την πίεση που θα δημιουργούσε η ανάγκη αναζήτησης πρόσθετων κεφαλαίων. Πρακτικά, οι τράπεζες έχουν εξασφαλίσει ένα μεγάλο διάλειμμα στη διαρκή κούρσα για τη διαμόρφωση ικανοποιητικής κεφαλαιακής επάρκειας.

Εν ολίγοις, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, παρότι δεν είχε επουλώσει πλήρως τις μεγάλες πληγές που άνοιξαν στη διάρκεια της δεκαετούς κρίσης, με αποκορύφωμα τα capital controls που επιβλήθηκαν το 2015, έχει καταφέρει σε μια πρωτοφανή, νέα κρίση, που προκλήθηκε από την πανδημία, να διατηρήσει τη σταθερότητά του και, από ορισμένες απόψεις,  να βελτιώσει τη θέση του. 

Αυτό δεν ήταν αυτονόητο, μερικούς μήνες νωρίτερα, όταν η απόδοση των ελληνικών ομολόγων πλησίαζε το 4% και οι αγορές άρχιζαν να θέτουν το ερώτημα, αν στην περίπτωση αδύναμων οικονομιών, όπως η ελληνική, η κρίση της πανδημίας θα μεταλλασσόταν σε μια νέα κρίση χρέους, με αποκλεισμό από την αγορά ομολόγων και όλα τα συνεπακόλουθα, που γνωρίσαμε με τραυματικό τρόπο από το 2010. Η κυβέρνηση χειρίσθηκε με υπεύθυνο τρόπο τη νέα κρίση και βρέθηκε στη σωστή θέση για να αξιοποιήσει όλα τα ευρωπαϊκά μέτρα στήριξης (ρευστότητα από την ΕΚΤ, Ταμείο Ανάκαμψης), συμβάλλοντας καθοριστικά στη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, κάτι που δεν είχε επιτευχθεί αν, για παράδειγμα, εφαρμόζονταν οι ανεύθυνες προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για αλόγιστα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης, που θα έφερναν με βεβαιότητα το δημοσιονομικό εκτροχιασμό.

Κάπου εδώ, όμως, εξαντλούνται τα καλά νέα. Το τραπεζικό μας σύστημα, παρότι διαθέτει μεγάλο πλεόνασμα ρευστότητας, αδυνατεί να την κατευθύνει στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά με ισορροπημένο τρόπο και σύμφωνα με τις ανάγκες της οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η πιστωτική επέκταση προς τις μεγάλες επιχειρήσεις «έτρεξε» με ρυθμό σχεδόν 9%, ενώ για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν την πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, ο αντίστοιχος ρυθμός αύξησης ήταν μόλις 0,5%.

Αναμφίβολα, ένα μέρος του προβλήματος βρίσκεται στην πλευρά της ζήτησης των δανείων και όχι στις τράπεζες. Δεν είναι ψευδές αυτό που τονίζουν σε κάθε ευκαιρία οι τραπεζίτες, δηλαδή ότι μεγάλος αριθμός μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων βρίσκονται σε κακή οικονομική κατάσταση και δεν μπορούν να δανειοδοτηθούν με βάση τα τραπεζικά κριτήρια. Ο «κανόνας των 20.000 επιχειρήσεων», όπως τον διατύπωσε πρόσφατα κορυφαίο τραπεζικό στέλεχος, δηλαδή ότι δεν είναι περισσότερες από 20.000 οι ελληνικές επιχειρήσεις που μπορούν να δανειοδοτηθούν με τραπεζικά κριτήρια, δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα.

Όμως, υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα και στην πλευρά των τραπεζών: οι ισολογισμοί τους απέχουν πολύ από την εξυγίανση. Στο ενεργητικό τους βρίσκονται δάνεια που αντιστοιχούν στο 36% των συνολικών χορηγήσεων, τα οποία είναι προβληματικά. Στο παθητικό τους, τα κεφάλαια οριακά καλύπτουν τις (κανονικές, χωρίς τις έκτακτες διευκολύνσεις από τους επόπτες) ελάχιστες εποπτικές απαιτήσεις. Μάλιστα, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα ποιότητας κεφαλαίων, που επισημαίνεται διαρκές από διεθνείς οργανισμούς (Κομισιόν, ΔΝΤ), καθώς το μεγαλύτερο μέρος των τραπεζικών κεφαλαίων (άνω του 60%) δεν είναι πραγματικά κεφάλαια που μπορούν να απορροφήσουν ζημιές, αλλά αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις, δηλαδή επιστροφές φόρων που θα εισπράξουν στο μέλλον οι τράπεζες, εφόσον εμφανίζουν κερδοφορία (σε αντίθετη περίπτωση, θα είναι υποχρεωμένες να εκδίδουν μετοχές υπέρ του Δημοσίου).

Αυτά τα προβλήματα των τραπεζικών ισολογισμών οδηγούν τις τράπεζες σε μια πολιτική περιορισμού με κάθε τρόπο του κινδύνου που αναλαμβάνουν στις χορηγήσεις νέων δανείων. Γιατί, πολύ απλά, έχουν μικρό βαθμό αντοχής σε νέα «κόκκινα» δάνεια και πιστωτικές απώλειες που θα ασκήσουν νέα πίεση στην κεφαλαιακή τους βάση. Έτσι, οι τράπεζες χρηματοδοτούν μόνο ό,τι έχει το χαμηλότερο βαθμό κινδύνου: το Δημόσιο, κάποια μεγάλα έργα και μεγάλες επιχειρήσεις. Εκεί όπου ο κίνδυνος αυξάνεται (χορηγήσεις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ή προς τα νοικοκυριά), οι τράπεζες κρατούν κλειστές τις στρόφιγγες της δανειοδότησης.

Η δυσφορία που εκφράζεται από τον επιχειρηματικό κόσμο αλλά συχνά και από πολιτικούς ή ακόμη και κυβερνητικά στελέχη για αυτή την πολιτική που ακολουθούν οι τράπεζες είναι μεν εύλογη, αλλά όχι και παραγωγική. Όσο και αν πιεσθούν από την κοινωνία, οι τραπεζίτες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ακολουθήσουν την ίδια συντηρητική πολιτική στις δανειοδοτήσεις, τουλάχιστον όσο θα έχουν οι τράπεζες τους υψηλότερους δείκτες «κόκκινων» δανείων στην Ευρώπη και την ασθενέστερη κεφαλαιακή βάση, ενώ αντιμετωπίζουν στον ορίζοντα νέες απειλές από τα δάνεια που πέρασαν σε αναστολή λόγω της πανδημίας (άνω των 20 δισ. ευρώ) και, κατά ένα ποσοστό, θα περάσουν στην κατηγορία των μη εξυπηρετούμενων.

Η κυβέρνηση και οι τραπεζικές διοικήσεις οφείλουν, αφενός, να συμφωνήσουν σε ένα τολμηρό σχέδιο εξυγίανσης των τραπεζικών ισολογισμών και, αφετέρου, να συνεργασθούν αποτελεσματικά για να λειτουργήσει στην πράξη ο καλός (στα χαρτιά, προς το παρόν) νέος πτωχευτικός νόμος:

  1. Για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων, είναι αναγκαίο να εφαρμοσθεί μια πολιτική που θα αξιοποιεί όλα τα διαθέσιμα «όπλα» στο έπακρον, λαμβανομένου υπόψη ότι έχουμε μπροστά μας μια σπάνια ευκαιρία, που προσφέρεται από τα μηδενικά επιτόκια και την τεράστια ρευστότητα στις αγορές, επιτρέποντας να απορροφηθούν πιο εύκολα από κάθε άλλη φορά τιτλοποιήσεις προβληματικών δανείων, αλλά και να συγκεντρωθούν στο μέλλον νέα κεφάλαια από τις τράπεζες με εκδόσεις ομολόγων Tier 2 ή και νέων μετοχών. Η κυβέρνηση δεν αρκεί να εφαρμόσει το σχέδιο «Ηρακλής», που ήδη υλοποιείται με αρκετή επιτυχία, και να παραμένει σε ετοιμότητα για ένα δεύτερο κύκλο του σχεδίου, με παροχή πρόσθετων εγγυήσεων από το κράτος για τιτλοποιήσεις. Χρειάζεται το συντομότερο να αξιοποιήσει και το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος για τη σύσταση μιας bad bank με διπλή λειτουργία: απορρόφηση «κόκκινων» δανείων, αλλά και αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων, ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα των τραπεζικών κεφαλαίων. Εάν εφαρμοσθούν με επιθετικό τρόπο και οι δύο αυτές παράλληλες στρατηγικές, θα γίνει ορατή γρήγορα η μείωση των δεικτών «κόκκινων» δανείων σε μονοψήφια ποσοστά.
  2. Η εφαρμογή του νέου πτωχευτικού νόμου πρέπει να γίνει αποτελεσματικά και χωρίς μεγάλες καθυστερήσεις. Ήδη διαφαίνεται ότι θα είναι αδύνατο να τεθεί σε εφαρμογή την 1η Ιανουαρίου 2021, όπως σχεδιαζόταν, κάτι που οφείλεται σε μια βασική ατέλεια του νόμου: προβλέπει την έκδοση υπερβολικού αριθμού εκτελεστικών πράξεων (υπουργικές αποφάσεις) για την εφαρμογή του, συνολικά 53. Επιπλέον, απαιτείται η λειτουργία μιας ηλεκτρονικής πλατφόρμας υψηλής πολυπλοκότητας, που θα ρυθμίζει αυτόματα, με εξωδικαστικό τρόπο και με βάση έναν αλγόριθμο, τα χρέη των οφειλετών. Κυβέρνηση και τράπεζες οφείλουν με πνεύμα υπευθυνότητας και συνεργασίας να θέσουν το συντομότερο σε εφαρμογή το νέο νόμο για να δοθεί, επιτέλους, μια καθαρή και αξιόπιστη λύση στα προβλήματα αφερεγγυότητας επιχειρήσεων και νοικοκυριών. 

Ο συνδυασμός αυτών των δύο παρεμβάσεων θα επιτρέψει στις τράπεζες να αρχίσουν να λειτουργούν κανονικά σε εύλογο χρόνο, ώστε να χρηματοδοτήσουν την ανάκαμψη της οικονομίας μετά την πανδημία. Κάθε ημέρα που χάνεται χωρίς επαρκή πρόοδο σε αυτές τις δύο κατευθύνσεις μετατρέπει την αναμενόμενη ανάκαμψη σε μια “creditless recovery”, ανάκαμψη χωρίς πιστώσεις, που θα είναι πολύ πιο ασθενής από όσο θα μπορούσε να πετύχει η ελληνική οικονομία, εάν επανερχόταν το τραπεζικό σύστημα στην κανονικότητα.

*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ