Για την άνοδο στην τιμή του καφέ και τις επιδράσεις στην αγορά και τους καταναλωτές συζήτησαν oι συμμετέχοντες στο PANEL I του Coffee Business Forum που διοργανώνει η ethosEvents οι κ.κ. Σωτήρης Αναγνωστόπουλος, Γενικός Γραμματέας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή, Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Ηρακλής Ζησιμόπουλος, Πρόεδρος, Σωματείο Επιχειρήσεων Bar-Restaurant-Cafe (Σωματείο Ba.Re.Ca.), Γιάννος Β. Μπενόπουλος, Ιδρυτικό μέλος & Πρόεδρος, Ελληνική Ένωση Καφέ (ΕΕΚ), Στέφανος Σακάρος, Ιδρυτικό Μέλος & Πρόεδρος Σ.Ε.Ε.Κ. (Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Επεξεργασίας Καφέ), Γεώργιος Κουράσης, Γενικός Γραμματέας Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εστιατορικών & Συναφών Επαγγελμάτων (ΠΟΕΣΕ).

Στην έναρξη της τοποθέτησής του ο κ. Σωτήρης Αναγνωστόπουλος αναφέρθηκε στο φλέγον ζήτημα του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, το οποίο χαρακτήρισε ένα από τα πιο δύσκολα ζητήματα που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική κυβέρνηση. “Είναι ένας ειδικός φόρος για την κατανάλωση συγκεκριμένων προϊόντων. Πρόκειται για αυτά που κάνουν κακό στην υγεία όταν υπερκαταναλώνονται και αυτά που εισάγονται σχεδόν εξ ολοκλήρου στη χώρα. Αυτός ο φόρος λειτουργεί ως ισορροπιστής του εμπορικού μας ισοζυγίου. Γνωρίζετε ότι έχουμε εμπορικό έλλειμμα στο ισοζύγιο των αγαθών, με τον φόρο εξισορροπείται μερικώς. Η αύξηση του ελλείμματος, κατά 30-40% καταλαβαίνετε τι σημαίνει για το εμπιρικό μας σοζύγιο.Για τον λόγο αυτό θα πρέπει να παραμείνει, διαφορετικά θα επιβαρύνουμε τις γενιές στο μέλλον”.

Στην επισήμανση των συμμετεχόντων ότι ο ΕΦΚ έχει εντείνει τα φαινόμενα λαθρεμπορίου καφέ ο κ. Αναγνωστόπουλος απάντησε ότι πρόκειται για έναν φόρο που θεσμοθετήθηκε το 2017 και έκτοτε άρχισαν να λειτουργούν μηχανισμοί για την πάταξη του λαθρεμπορίου. “Το θέμα είναι να περιοριστεί στο όριο που μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Ήδη οι ελεγκτικοί μηχανισμοί έχουν βελτιωθεί και θα βελτιωθούν και στο μέλλον. Γίνονται συντονισμένες προσπάθειες να αντιμετωπίσουμε και το πρόβλημα της απομίμησης”.

 

Μεταξύ άλλων, ο κ. Αναγνωστόπουλος αναφέρθηκε και στις λύσεις που έχει δώσει η κυβέρνηση για την ελάφρυνση του κλάδου.  “Στα χρόνια της διακυβέρνησής μας είχαμε μια σημαντική μείωση σειράς φόρων. Τα τελευταία 3 χρόνια έχει μειωθεί ο φορολογικός συντελεστής κατά αρκετές μονάδες Επιδοτούμε το ενεργειακό κόστος, μειώνουμε τα έξοδα των επιχειρήσεων και αυξάνουμε το μέσο εισόδημα του καταναλωτή, ο οποίος έχει περισσότερα χρήματα να ξοδέψει. Αναφορικά με τα πάγια έξοδα, μην ξεχνάτε ότι έχει ειβληθεί πλαφόν 3% στις αναπροσαρμογές για τις επαγγελματικές μισθώσεις έως το τέλος του 2028”. Ο ίδιος, αναφέρθηκε ακόμη στην ενίσχυση του κατώτατου μισθού: “Kάτι τέτοιο αυξάνει μεν το κόστος των επιχειρήσεων, από την άλλη όμως μειώνονται οι ασφαλιστικές εισφορές, ενώ αυξάνεται το μέσο εισόδημα των καταναλωτών που είναι και οι πελάτες”.

Σχετικά με τους φόρους, ο κ. Αναγνωστόπουλος είπε ότι δεν είναι εφικτή η οριζόντια μείωση του ΦΠΑ ή η κατάργηση του ΕΦΚ. “Δεν μπορούμε να μειώσουμε κάτω από 13% τον ΦΠΑ. Οι επιστρεπτέες έχουν σε αρκετές περιπτώσεις καταστεί μη επιστρεπτέες.  Ωστόσο δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε ένα συγκεκριμένο ποσοστό επιδοτήσεων καθώς κάτι τέτοιο παραβιάζει τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς. Υπάρχει έναν De minimis όριο επιδοτήσεων, είναι επιδοτήσεις κοινοτικές σε μια επιχείρηση, ανάλογα με τον ρόλο  που διαδραματίζει στην αγορά και τον τζίρο της”. Αναφερόμενος στο παράδειγμα της Γερμανίας, τόνισε ότι εκεί “ακολουθούν άλλες πρακτικές καθώς υπάρχει τέτοια δυνατότητα. Η εμπορική θέση της Ελλάδας είναι δυστυχώς κατώτερη της Γερμανίας, που έχει 23 φορές τον ΑΕΠ της χώρας μας, για αυτό και έχει τριπλάσιους μισθούς”.

Στην παρατήρηση ότι το περιβαλλοντικό τέλος επιβάλλεται με την απόδειξη και στην ερώτηση “τι γίνεται εάν η επιχείρηση δεν κόβει απόδειξη” ο κ. Αναγνωστόπουλος απάντησε ως εξής: “Μπορεί κάτι τέτοιο όντως να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό από όποιους δεν είναι ειλικρινείς. Προωθείται τώρα νομοθετική ρύθμιση για την διεύρυνση του ελεγκτικού μηχανισμού, να γίνονται πιο εντατικοί έλεγχοι κοπής αποδείξεων, να είναι διυπρεσιακός, και η ΔΙΜΕΑ θα αναλάβει ένα μεγάλο ποσοστό αυτής της υποχρέωσης. Τα πρόστιμα θα είναι επίσης υψηλά και αποτρεπτικά”. Καταλήγοντας, ο κ. Αναγνωστόπουλος είπε ότι “οι μαγικές λύσεις δεν προσφέρουν καλές υπηρεσίες, ούτε σε εμάς ούτε για τις επόμενες γενιές”.

Λαμβάνοντας τον λόγο ο κ. Ηρακλής Ζησιμόπουλος είπε ότι οι επιχειρηματίες εστίασης επιχειρούν “σε μια χώρα που έχει από τις υψηλότερες κατά κεφαλήν καταναλώσεις καφέ, ήτοι 5 δις κούπες τον χρόνο καφέ. Στη φάση αυτή όμως που βρισκόμαστε, με την πληθωριστική πίεση σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, έχουν προκληθεί σημαντικές επιδράσεις στην αγορά καφέ και τις καταναλωτκές συνήθειες. Επίσης η υγειονομική κρίση επέβαλε συνήθειες οι οποίες ακόμη και σήμερα υπάρχουν. Πολλοί αποφάσισαν και πήραν μηχανές εσπρέσο, οι οποίοι πλέον, αντί να προσφύγουν στο takeaway, φτιάχνουν σπίτι τους. Οι συνήθειες αλλάζουν πολύ πιο γρήγορα από ότι πιστεύαμε. Όποιος δεν προσαρμόζεται σε αυτες, χάνεται”.

Συνεχίζοντας, ο κ. Ζησιμόπουλος αναφέρθηκε στις δύο μορφές που αφορούν την κατανάλωση του καφέ: “Υπάρχουν δύο μορφές κατανάλωσης, αυτή που αφορά την απόλυτη ανάγκη να λάβει την απαραίτητη καφεϊνη για να συνεχίσει τη μέρα του και η δεύτερη καλύπτει και την ανάγκη της κοινωνικοποίησης ενός ανθρώπου. Εκτιμώ ότι η αύξηση της τιμής του καφέ έχει επηρεάσει την πρώτη μορφή περισσότερο. Ο καφές εξακολουθεί να είναι από τις πιο φθηνές επιλογές διασκέδασης για τον καταναλωτή. Σε μια μερίδα καταναλωτών όμως, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η συνολική πληθωριστική πίεση που υπάρχει. Έτσι επιλέγουν να κόβουν αυτό που θεωρούσαν μέχρι πρότινος απαραίτητο. Το να βγουν σε ένα κατάστημα καφέ, είναι πλέον απαγορευμένη πολυτέλεια ειδικά για τα πολύ χαμηλά εισοδήματα. Υπάρχει ακόμη μια μερίδα ανθρώπων που επιλέγουν πλέον τον καφέ αντί για μπίρα ή κάποιο αλκοολούχο ποτό”.

 

Ο κ. Ζησιμόπουλος απαρίθμησε εν συνεχεία όλους τους παράγοντες που κατά τον ίδιο αποτελούν την “τέλεια καταιγίδα” για τον κλάδο. “Ενεργειακό κόστος και πληθωριστικές πιέσεις σε πρώτες ύλες, αναπροσαρμογές μισθωμάτων, αυξημένο εργατικό κόστος και έλλειψη εργατικου δυναμικού αποτελούν μια τέλεια καταιγίδα για τον κλάδο της εστίασης” είπε χαρακτηριστικά.  Αναγνωρίζοντας ότι δραστικά δημοσιονομικά μετρα είναι δύσκολο στην παρούσα συγκυρία να παρθούν, πρότεινε άλλα, εναλλακτικά μέτρα που θα μπορούσαν να συνδράμουν στην ανάπτυξη του κλάδου: “Mπορούν να διατηρηθούν τα μέτρα εστίασης για τον χώρο τραπεζοκαθισμάτων που είχαν επιβληθεί επί covid-19. Επίσης μια ακόμη λύση ανέξοδη είναι η παράταση του ωραρίου της μουσικής στα καταστήματα. Τα μέτρα αυτά είναι σημαντικά για τον κλάδο ειδικά εν μέσω τουριστικής περιόδου”. Καταλήγοντας, ο κ. Ζησιμόπουλος δήλωσε αισιόδοξος για το μέλλον: “πιστεύω ότι ένα καλοκαίρι σαν αυτό θα δώσει βαθιά ανάσα στις επιχειρήσεις εστίασης αρκεί να αφεθούν να δουλέψουν χωρίς παράλογους περιορισμούς”.

Στην παρέμβασή του ο κ. Μπενόπουλος αναγνώρισε ότι πρέπει να δοθούν άλλες προτεραιότητες όσον αφορά τα δημοσιονομικά μέτρα. “Η επιβολή του ειδικού φόρους κατανάλωσης καταλαβαίνουμε ότι φέρνει καλά έσοδα, περί τα 120-130 εκατ. το χρόνο από τον κλάδο του καφέ. Όμως δυστυχώς, δεν έχουμε ηλεκτρονική διασύνδεση με τις άλλες χώρες, δεν υπάρχει έλεγχος στις πύλες εισόδου, πρόκειται για ένα προϊόν που πάει κατευθείαν στην κατανάλωση και δημιουργεί κινδύνους για την υγεία του καταναλωτή. Όσο δεν επιτρέπεται η μείωση του φόρου πρέπει να ληφθούν σοβαρά μέτρα για τη φύλαξη των σημείων εισόδου και την απαγόρευση του λαθραίου καφέ που μπαίνει στην αγορά” σημείωσε.

Εν συνεχεία παρέθεσε έναν πίνακα που αποτύπωνε την μέση τιμή του καφέ στο χρηματιστήριο της Ν. Υόρκης, όπως διαμορφώθηκαν από το 2009 έως τα τέλη του 2022. “Στην Ελλάδα και εν γένει στην Ευρώπη παρατηρούμε ότι έχουμε την υψηλότερη χρηματιστηριακή τιμή των τελευταίων 13 ετών, θα πρέπει αυτό να το λάβει υπόψη και ο καταναλωτής αλλά και η Πολιτεία” σχολίασε.  “Θα πρέπει να γνωρίζουν λοιπόν ότι οι τιμές που πληρώνει ο καταναλωτής δεν έχουν καμία σχέση με τις τιμές της πρώτης ύλης, όπως διαμορφώθηκαν τον τελευταίο χρόνο. Οι εταιρείες έχουν απορροφήσει ένα τεράστιο μέρος αυτού του τεράστιου κοστολογίου” πρόσθεσε.

 

Ερωτηθείς για τα μέτρα  που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τον κλάδο, ανέφερε:  O EΦΚ πρέπει να καταργηθεί, δεν έχει νόημα να το συζητάμε περαιτέρω, στην πρώτη ευκαιρία θα πρέπει να καταργηθεί. Όσον αφορά το λαθρεμπόριο, θα πρέπει να γίνουν πιο εντατικοί και ουσιαστικοί έλεγχοι”.  Για το ζήτημα του περιβαλλοντικού τέλους, ο κ. Μπενόπουλος διερωτήθη: H χρέωση γίνεται την ώρα που κόβεται η απόδειξη. Ξέρουμε όμως ότι κόβεται η απόδειξη; Ή τελικά δημιουργείται κι εκεί αθέμιτος ανταγωνισμός;”. O κ. Μπενόπουλος ζήτησε ακόμη η επιστρεπτέα προκαταβολή να αρχίσει να καταβάλεται από τη νέα χρονιά και όχι από τον Ιούλιο “δεδομένων των δύσκολων συνθηκών που βιώνουμε και εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων” .

Συμπερασματικά, ο κ. Μπενόπουλος ανέφερε “ο καφές είναι μια πολύ ανταγωνιστική αγορά. Προτρέπω την κυβέρνηση να προστατεύσει τον ανταγωνισμό με κάθε τρόπο, να κάνει ότι είναι δυνατόν για την σωστή λειτουργία της αγοράς. Είναι ευθύνη της κυβέρνησης να προστατεύσει τις υγιείς επιχειρήσεις”.

Ο πρόεδρος του Σ.Ε.Ε.Κ. κ. Στέφανος Σακάρος διαπίστωσε στην έναρξη της ομιλίας του ότι “την τελευταία περίοδο η μια κρίση διαδέχεται την άλλη, μετά την υγειονομική, τώρα έχουμε μια ενεργειακή κρίση. Ως αποτέλεσμα είμαστε πλέον αρκετά ευθραυστοι, κινδυνεύουμε και πασχίζουμε να κρατήσουμε ανοιχτές τις επιχειρήσεις μας”

Στο σημείο αυτό ο κ. Σακάρος απαρίθμησε τους παράγοντες που ενισχύουν τους κινδυνους για τις επιχειρήσεις εστίασης μεταξύ άλλων:

-Διεθνής αύξηση της τιμής του καφέ.

-Ενεργειακή κρίση

Η κρατική παρέμβαση. Η επιβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης από την προηγούμενη κυβέρνηση ποπυ προκάλεσε στρέβλωση στην αγορά. Χρειάζονται πλέον μεγαλύτερα κεφάλαια, ανέβηκε η τιμή στο ράφι ενώ παρατηρήθηκε και αύξηση λαθρεμπορίου που αποτελεί πλήγμα στον κλάδο και το κράτος.

-Υγειονομική κρίση

-Κλιματική αλλαγή

-Επιβολή ειδικής εισφοράς για το περιβάλλον

Για το ζήτημα του ΕΦΚ ο κ. Σακάρος πρότεινε να πάρουμε ως παράδειγμα το μοντέλο της Γερμανίας.  “Η Γερμανία βάζει ΕΦΚ στον επεξεργασμένο καφέ που εισάγεται στη χώρα. Οι γερμανικές εταιρείες δεν έχουν ΕΦΚ. Στην Ελλάδα, οι εισαγόμενοι καφέδες, πυ τους επεξεργάζονται εκτος χώρας, έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια σε χρηματοδοτήσεις, κάποιοι φέρνουν εδώ τον καφέ και ανταγωνίζονται τις δικές μας εταιρείες που έχουν δυσανάλογη ανισότητα. Η επιβάρυνση ενός εισαγόμενου επεξεργασμένου καφέ είναι στο 20-22%, ενώ εδώ μπορεί να φθάσει στο 100%”.

Στο τέλος της τοποθέτησής του κάλεσε όλους τους ανθρωπους του κλάδου “να επιλέγουν ελληνικές εταιρείες που επεξεργάζονται τον καφέ, δεν έχουμε να ζηλέψουμε σε τίποτα  τις εταιρείες του εξωτερικού, από άποψη ποιότητας”.

“Θα πρέπει η πολιτεία να προστατεύσει τους καταναλωτές.  Ο ΕΦΚ θα πρέπει να μπαίνει σε προϊόντα που πρέπει να είναι αποτρεπτικά για την κατανάλωση. Ο καφές δεν είναι κάτι τέτοιο. Ως εκ τούτου δεν συντρέχει λόγος επιβολής ΕΦΚ στον καφέ”. Με αυτές τις φράσεις ξεκίνησε την τοποθέτησή του ο κ. Κουράσης στο πάνελ .

“Το 2021 σύμφωνα με ΕΛΣΤΑΤ η αύξηση της τιμής του καφέ στα καταστήματα ανήλθε στο 1%. Οι επιχειρηματίες απορρόφησαν τις αυξήσεις τότε. Στις αρχές του 2022 η ενεργειακή κρίση άλλαξε την άποψη των επιχειρηματιών. Άλλαξε την γνώμη αλλά και πάλι δεν αύξησαν τις τιμές στο επίπεδο που οι επιχειρήσεις τους να είναι εξαιρετικά κερδοφόρες και σίγουρα βιώσιμες. Πλέον επιτελούμε κοινωνικό έργο. Πληρώνουμε τις υποχρεώσεις και τους φόρους που μας αναλογούν. Η ενέργεια έχει ανέβει από το 2019 κατά 96% και πρώτες ύλες και κατά 42%. Ένας επιχειρηματίας έχει 2 λύσεις αν προκύψει ένα τέτοιο φαινόμενο που ζούμε σήμερα. Ή να χαμηλώσει την ποιότητα του προϊόντος, ένα μέτρο αυτοκτονικό για την επιχείρηση, ή να αυξήσει την τιμή του. Εκεί θα οδηγηθούν αναγκαστικά οι επιχειρήσεις. Τα έξοδα δυστυχώς αυξάνονται. Είναι μονόδρομος οι επιχειρήσεις να προχωρήσουν σε αυξήσεις. Το περιβαλλοντικό τέλος είναι επίσης ένα σημαντικό κόστος. Ας μην ξεχνάμε και  τη ζημιά που υπέστη η Βραζιλία με τον παγετό, έχασε μια ολόκληρη χρονιά παραγωγής, γεγονός που οδήγησε στην αύξηση της τιμής του καφέ στο Χρηματιστήριο”.

Ο κ. Κουράσης έδωσε έμφαση και στο γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που λειτουργούν με αίθουσες έχουν πολύ περισσότερα έξοδα από τις μικρές, που λειτουργούν κυρίως με take away. “Τα έξοδα είναι πολλά, για θέρμανση, για προσωπικό κ.ο.κ. Για τον λόγο αυτό ζητούμε μέτρα στήριξης από την Πολιτεία”.

Ερωτηθείς για την (μη) Επιστρεπτέα προκαταβολή ανέφερε ότι επρόκειτο για ένα μέτρο που στήριξε τον κλάδο: “Δεν θέλω να είμαστε αχάριστοι. Οι αρμόδιοι στήριξαν τις επιχειρήσεις με την μη επιστρεπτέα προκαταβολή. Τα μέτρα ήταν επιτυχημένα, στήριξαν τον κοινωνικό ιστό, θέλαμε να μην κλείσουν οι επιχειρήσεις κι έτσι έγινε. Η εστίαση έχασε όμως και  2,5 δις τζίρο την περίοδο της κρίσης” είπε χαρακτηριστικά. Καταλήγοντας, εκτίμησε ότι “πολύ σύντομα θα έχουμε μια προσαρμογή των επιχειρηματιών και της οικονομίας και ο κλάδος θα βρει τα βήματά του μόλις τελειώσει αυτή η ενεργειακή κρίση”.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ