Τρεις μεγάλες τάσεις διαμορφώνουν τη νέα δομή και αρχιτεκτονική του χρηματοπιστωτικού χώρου:

α. ο εντεινόμενος ανταγωνισμός, από μη τραπεζικούς οργανισμούς και εξειδικευμένες θεσμικές οντότητες, με χαμηλότερο κόστος λειτουργίας, σύγχρονη τεχνολογία αιχμής και ηπιότερες εποπτικές δεσμεύσεις, τη ραγδαία ανάπτυξη των αγορών χρήματος και κεφαλαίου και το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο που υποχρεώνει τις παραδοσιακές τράπεζες να μοιράζονται πληροφορίες και δεδομένα πελατών τους με εναλλακτικούς παρόχους χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών,

β. τον τεχνολογικό χρηματοπιστωτικό κυκλώνα, που «σαρώνει» σταθερά τις παραδοσιακές δομές και δημιουργεί ένα νέο τραπεζικό πρότυπο λειτουργείας και εξυπηρέτησης, με επίκεντρο την ψηφιακή τεχνολογία, το block chain, το cloud computing, τα big data analysis, την τεχνητή νοημοσύνη και τη ρομποτική,

γ. το αυστηρότερο, περιοριστικό και πολυπλοκότερο εποπτικό και ρυθμιστικό πλαίσιο που αυξάνει το κόστος στην τραπεζική διαχείριση και επιδρά καθοριστικά στις στρατηγικές επιλογές και την κερδοφορία των τραπεζών.

Οι ελληνικές τράπεζες αφιερώνουν σήμερα αντικειμενικά σημαντικούς πόρουςκαι χρόνο στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά έχουν καθυστερήσει στην προσαρμογή και προετοιμασία τους για τη νέα ψηφιακή τραπεζική εποχή.

Το ανταγωνιστικότερο περιβάλλον, αν δεν αντιδράσουν έγκαιρα, σημαίνει «αργό θάνατο» για την προοπτική τους. Παράλληλα μεταβάλλονται ραγδαία η συμπεριφορά και οι προτιμήσεις της πελατείας. Συγκεκριμένα, μειώνεται δραματικά η αφοσίωση των πελατών στην τράπεζά τους, ενώ αυξάνονται οι απαιτήσεις τους και η χρήση εναλλακτικών δικτύων. Επικρατεί σταδιακά η λογική στην πελατεία «άσπρη γάτα, μαύρη γάτα, αρκεί να πιάνει ποντίκια» και, προσθέτω, με χαμηλό κόστος, υψηλή ταχύτητα και ασφάλεια.

Σε λίγα χρόνια, θα αποτελούν «μουσειακό είδος», οι τράπεζες με πολλά υποκαταστήματα και πολυπληθές προσωπικό, βαριές διαδικασίες και γραφειοκρατία, άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών μόνο με φυσική παρουσία στο κατάστημα, ωράριο και ουρές εξυπηρέτησης, βιβλιάρια καταθέσεων, μήνες για τελική έγκριση και εκταμίευση δανείων, υψηλό κόστος και χρεώσεις παροχής υπηρεσιών, αρχεία και απαιτούμενα δικαιολογητικά σε έγχαρτη μορφή, κλειστές πλατφόρμες προϊόντων που κρατούν τον πελάτη δέσμιο στις επιλογές του και πληρωμές με μετρητά.

Ήδη και στην Ελλάδα συντελούνται ραγδαίες αλλαγές. Το 2018, η πλειοψηφία των εγχρήματων συναλλαγών (39%), εκτελούνται μέσω εναλλακτικών δικτύων (e-banking και mobile banking) και μόνο το 20% μέσω των παραδοσιακών υποκαταστημάτων, έναντι 40% το 2014.

Παράλληλα, η χρήση πλαστικού χρήματος αυξάνεται γεωμετρικά με 17.6 εκ. ενεργές κάρτες πληρωμών, 5εκ. περισσότερες σε σχέση με το 2014 και 670.000 POS, έναντι 130.000 στο τέλος του 2014, αν και 120.000 POS παραμένουν ανενεργά, αντανακλώντας αντιστάσεις επαγγελματιών στη διαφάνεια και «υποψία» φοροδιαφυγής.

  • Στο πλαίσιο αυτό, οι συστημικές τράπεζες προγραμματίζουν σημαντικές επενδύσεις στη νέα τεχνολογία, εκτιμάται κοντά στο €1 δισ. τα επόμενα χρόνια, για να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τις προκλήσεις.

Οι ελληνικές τράπεζες και οι διοικήσεις τους έχουν πλήρη γνώση των συνεπειών αυτής της εξέλιξης. Χρειάζεται η διαμόρφωση, ενός νέου επιχειρηματικού και λειτουργικού προτύπου, συμβατού με τις νέες απαιτήσεις της αγοράς και μια ομαλή και ταχύτατη μετάβαση από το παραδοσιακό πρότυπο λειτουργίας και οργάνωσης, στη νέα ψηφιακή εποχή τραπεζικών εργασιών.

Αν δεν γίνει αποτελεσματική διαχείριση της αναπόφευκτης σύγκρουσης του νέου με το παλιό στην κουλτούρα και την τεχνολογία, των αντιστάσεων όσων θίγονται από τις αλλαγές, του φόβου και της ανησυχίας του προσωπικού για το καινούργιο, αν δεν δημιουργηθεί μια κρίσιμη μάζα στελεχών και προσωπικού που στηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις και δεν εκπαιδευτούν στις νέες δεξιότητες που απαιτούνται, θα προκύψουν κοστοβόρες καθυστερήσεις, σοβαροί εσωτερικοί κλυδωνισμοί και αυξανόμενοι κίνδυνοι να παραμείνουν οι τράπεζες δέσμιες στη στασιμότητα και ευάλωτες στον εντεινόμενο ανταγωνισμό.

Δεν υπάρχει άλλη αξιόπιστη εναλλακτική λύση, από τη δυναμική φυγή προς τα εμπρός και την ανάληψη σημαντικών επενδυτικών πρωτοβουλιών και αναγκαίων μετασχηματισμών, διότι ο ανταγωνισμός θα είναι αμείλικτος και θα ισχύσει σταδιακά το «αλλάζω ή βουλιάζω.

{Ο κ. Νίκος Καραμούζης είναι Πρόεδρος της Grand Thorton.

To άρθρο δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ της Κυριακής 21 Ιουλίου 2019}

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ