Η μελέτη που δημοσίευσε ο ΣΕΒ έχει τίτλο: «Η Υγεία στην Ελλάδα: Σε αναζήτηση σχεδιασμού για το μέλλον».

Τα στοιχεία που χειρίζεται η μελέτη αντλούνται κυρίως από την Έκθεση του ΟΟΣΑ «Health at a Glance», στην Ελλάδα.

Το βασικό συμπέρασμα: Το 35% των δαπανών υγείας πληρώνεται από την τσέπη των ασφαλισμένων. Ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 21%.

Το ποσοστό των δαπανών υγείας που πληρώνεται από την τσέπη των Ελλήνων είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο:

  • Η Ινδία προηγείται με ποσοστό 65%.
  • Το Μεξικό με ποσοστό 41%,
  • Η Ρωσία με 40%
  • Η Κίνα με 36%, σχεδόν στα ίδια επίπεδα με την Ελλάδα.

Το Δημόσιο Σύστημα Ασφάλισης Υγείας καλύπτει περίπου το 61% των συνολικών δαπανών υγείας έναντι 71% των χωρών του ΟΟΣΑ, ενώ ένα υπόλοιπο 4% (όσο και στον ΟΟΣΑ) καλύπτεται από την ιδιωτική ασφάλιση.

Η ιδιωτική ασφάλιση είναι το πρώτο ασφαλές καταφύγιο για να ανταποκριθούν στις αυξημένες δαπάνες υγείας που δεν καλύπτει το Κράτος.

Πού πηγαίνουν, όμως, τα χρήματα που ξοδεύουν από την τσέπη τους οι Έλληνες ασφαλισμένοι;

  • Το 18% πηγαίνει σε γιατρούς και εξωτερικά ιατρεία,
  • Το 14% σε οδοντιάτρους,
  • Το 31% σε νοσοκομειακή περίθαλψη –έναντι 9% στον ΟΟΣΑ
  • Το 37% κατευθύνεται σε φάρμακα και άλλα θεραπευτικά μέσα.

Το επόμενο συμπέρασμα είναι εκπληκτικό:

  • Οι Έλληνες όχι μόνο πληρώνουν από την τσέπη τους το μεγαλύτερο ποσοστό της δαπάνης υγείας, αλλά επιπλέον πολλά από τα χρήματα τους κατευθύνονται στη νοσοκομειακή τους περίθαλψη.
  • Κυρίως σε ιδιωτικά νοσοκομεία στα οποία έχουν πρόσβαση λόγω πρόσθετης ιδιωτικής ασφάλισης.

Η διάθεση του 35% των δαπανών υγείας από τους ίδιους τους ασφαλισμένους αποτελεί σημαντικά υψηλό ποσοστό, εάν ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι θεωρητικά στην Ελλάδα, το σύνολο του πληθυσμού έχει δωρεάν πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας.

Η Ελλάδα υστερεί σημαντικά, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες, στη δημόσια ασφαλιστική κάλυψη των δαπανών υγείας. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι χαμηλή η δημόσια ασφάλιση στις ιατρικές δαπάνες του πληθυσμού, γεγονός που αναγκάζει πολλές φορές τους ασφαλισμένους να καταφεύγουν στην ιδιωτική ασφάλιση, επιβαρύνοντας φυσικά και την τσέπη τους.

Κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας

Τόσο λοιπόν το κράτος όσο και οι Ελληνες αναγκάστηκαν να περιορίσουν τις δαπάνες υγείας, ως αποτέλεσμα και των περικοπών κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.

Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, η κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας στην Ελλάδα το 2018 (1.410 ευρώ σε τιμές 2010), κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις των χωρών της Ε.Ε. μαζί με τις πρώην χώρες του ανατολικού μπλοκ.

Η κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας υπέστη από το 2008 μέχρι το 2013 μία ετήσια μείωση της τάξεως του 9,4% κατά μέσον όρο.

Από τότε παραμένει αμετάβλητη, ως αποτέλεσμα των δημοσιονομικών περικοπών αλλά και της συρρίκνωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.

Αποτέλεσμα:

  • Η κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας να αντιστοιχεί σήμερα περίπου στα 2/3 της δαπάνης του 2009 (2.071 ευρώ σε τιμές 2010).
  • Στην Ελλάδα ξοδεύουμε: το 7,8% του ΑΕΠ σε δαπάνες υγείας, έναντι
  • 8,8% στον ΟΟΣΑ,
  • 8,8% στην γειτονική Ιταλία,
  • 8,9% στην Ισπανία,
  • 9,1% στην Πορτογαλία
  • 16,9% στις ΗΠΑ.

Λόγω της κρίσης, μειώθηκε και το όριο του προϋπολογισμού της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, γεγονός που οδήγησε και στην οικονομική επιβάρυνση των ιδιωτικών παρόχων υγείας.

Κάθε φορά που καταγράφεται υπέρβαση του ορίου της δαπάνης, οι ιδιώτες πάροχοι υγείας και οι φαρμακευτικές εταιρείες καλούνται να επιστρέψουν στο Δημόσιο το ποσό αυτής της υπέρβασης (clawback).

Αυτό, όπως αναφέρει και ο ΣΕΒ, επηρεάζει αρνητικά τις αναπτυξιακές προοπτικές των εταιρειών, προτείνοντας να εφαρμοστούν παρεμβάσεις στη δομή της συνταγογράφησης και στις παραγγελίες των διαγνωστικών εξετάσεων.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ