Τους βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν την πορεία του πληθωρισμού στην Ελλάδα τους πρώτους επτά μήνες του έτους αναλύει η τράπεζα. Το άλμα στα επιχειρηματικά κέρδη και η καλύτερη εικόνα σε σχέση με την Ευρώπη.

Η καθοδική πορεία που είχε ακολουθήσει ο πληθωρισμός από τον Οκτώβριο του 2022 και μετά, ανακόπηκε τον Ιούλιο, με τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) να καταγράφει άνοδο κατά 3,5% σε ετήσια βάση, έναντι 2,8% τον Ιούνιο.

Ωστόσο, σημειώνει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο της δελτίο, παρέμεινε χαμηλότερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωζώνης, ο οποίος, σύμφωνα με τα τελικά στοιχεία της Eurostat, διαμορφώθηκε σε 5,3% τον Ιούλιο, από 5,5% τον προηγούμενο μήνα. Παράλληλα, οι πληθωριστικές προσδοκίες στη χώρα μας, βάσει της έρευνας για την καταναλωτική εμπιστοσύνη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, διατηρούν την καθοδική τάση που ξεκίνησε από τα τέλη του περασμένου έτους.

Στην παρούσα συγκυρία, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα διαμορφώνεται από την αλληλεπίδραση αντίρροπων δυνάμεων, όπως είναι η υποχώρηση των τιμών της ενέργειας και η αύξηση των τιμών, πρωτίστως, των τροφίμων και, δευτερευόντως, των υπηρεσιών.

Επιπλέον, η συνετή προσαρμογή του μισθολογικού κόστους και η αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων διαμορφώνουν ένα περιβάλλον που ασκεί ανοδικές πιέσεις στις τιμές, ηπιότερες, ωστόσο, σε σύγκριση με αρκετά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ. Στο παρόν Δελτίο εξετάζουμε τους βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν την πορεία του πληθωρισμού στην Ελλάδα, με βάση τον ΕνΔΤΚ, τους πρώτους επτά μήνες του τρέχοντος έτους, οι οποίοι είναι οι ακόλουθοι:

Πρώτον, οι τιμές της ενέργειας, οι οποίες καταγράφουν αρνητική ετήσια μεταβολή από τον Φεβρουάριο και αποτελούν τον κύριο παράγοντα αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού. Συγκεκριμένα, ο ΕνΔΤΚ-Ενέργεια, τον Ιούλιο, μειώθηκε κατά 20,4% σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του 2022, ενώ από τις αρχές του έτους έχει μειωθεί κατά 15%, κατά μέσο όρο. Από τις επιμέρους κατηγορίες του ΕνΔΤΚ-Ενέργεια, οι μεγαλύτερες ετήσιες μειώσεις, τον Ιούλιο, καταγράφηκαν στις τιμές του φυσικού αερίου (-62,1%), ενώ ακολούθησαν οι τιμές των υγρών καυσίμων (-20,7%) και του ηλεκτρισμού (-16,2%). Αντίθετα, οι τιμές των στερεών καυσίμων συνέχισαν την ανοδική πορεία, σημειώνοντας ετήσια αύξηση κατά 26,6%. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι, από τις αρχές του 2022 μέχρι τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, οι τιμές των στερεών καυσίμων είχαν ήπια άνοδο (6,7%), σε αντίθεση με τη ραγδαία αύξηση των τιμών στις υπόλοιπες κατηγορίες, ήτοι του φυσικού αερίου (136,1%), του ηλεκτρισμού (63,5%) και των υγρών καυσίμων (58,8%).

Δεύτερον, τα είδη διατροφής (συμπ. ποτών και καπνού), οι τιμές των οποίων συνεχίζουν να αυξάνονται. Ο ρυθμός ανόδου μάλιστα ήταν ελαφρώς υψηλότερος τον Ιούλιο σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα (10,9%, έναντι 10,7%). Σε ό,τι αφορά στην περαιτέρω διάκριση της εν λόγω κατηγορίας του ΕνΔΤΚ, ο ρυθμός αύξησης των τιμών των επεξεργασμένων τροφίμων σταδιακά φθίνει, ενώ των μη επεξεργασμένων τροφίμων παρουσιάζει έντονη μεταβλητότητα, καταγράφοντας, τον Ιούλιο, την υψηλότερη τιμή των τελευταίων 12 μηνών, δηλαδή από τότε που ξεκίνησε η ανοδική τους πορεία (15,1%).

Πέρα από τη μετακύλιση της μεγάλης αύξησης των τιμών της ενέργειας -που συντελέστηκε το 2022- στις τιμές των τροφίμων, οι τελευταίες επηρεάζονται, μέχρι κάποιο βαθμό, και από τα έντονα καιρικά φαινόμενα που πλήττουν τόσο τη χώρα μας όσο και άλλες χώρες, καθώς και από την κατάρρευση της συμφωνίας για τις εξαγωγές ουκρανικών σιτηρών μέσω της Μαύρης Θάλασσας. Από τις επιμέρους κατηγορίες ειδών διατροφής, σημαντική αύξηση καταγράφηκε, τον Ιούλιο, στις τιμές της ζάχαρης (27,3%), της πατάτας (23,4%), του γάλακτος μακράς συντηρήσεως (19,5%), του ελαιόλαδου (18,9%), των αυγών (17,2%), του τυριού (16,9%) και του ρυζιού (16,2%).

Τρίτον, η αύξηση των επιχειρηματικών κερδών, η οποία, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία που αφορούν στο πρώτο τρίμηνο του έτους, στην Ελλάδα, όπως και στην ΕΕ-27, αντιπροσώπευε περισσότερο από το ήμισυ της αύξησης του αποπληθωριστή του ΑΕΠ (GDP deflator) -που αποτελεί εναλλακτικό δείκτη για τη μέτρηση του γενικού επιπέδου τιμών- με τους ονομαστικούς μισθούς να έχουν περιορισμένη ή και αρνητική συνεισφορά στον πληθωρισμό. Αύξηση των επιχειρηματικών κερδών καταγράφεται πανευρωπαϊκά, με την Ελλάδα να κινείται άνω του ευρωπαϊκού μέσου όρου, το 2022 και κάτω αυτού, το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Συγκεκριμένα, το 2022, το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα των επιχειρήσεων στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 14,7%, κατά μέσο όρο, παρουσιάζοντας επιβράδυνση του ετήσιου ρυθμού αύξησης, το τέταρτο τρίμηνο του 2022 και το πρώτο τρίμηνο του 2023, όταν και αυξήθηκε κατά 9,3%. Στην ΕΕ-27, το λειτουργικό πλεόνασμα των επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά 9,9%, κατά μέσο όρο, το 2022 και κατά 11%, το πρώτο τρίμηνο του 2023.

Σωρευτικά, μεταξύ του τετάρτου τριμήνου του 2019 και του πρώτου τριμήνου του 2023, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ (Employment Outlook 2023), τα επιχειρηματικά κέρδη στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 16%, ενώ το κόστος εργασίας κατά 7%. Οι επιδόσεις αυτές είναι σημαντικά χαμηλότερες από τις αντίστοιχες του μέσου όρου του ΟΟΣΑ, οι οποίες διαμορφώθηκαν σε 21% και 16%, αντίστοιχα, ενώ είναι χαμηλότερες και από τις επιδόσεις της πλειονότητας των ευρωπαϊκών κρατών-μελών του ΟΟΣΑ.

Το τελευταίο, ενδεχομένως, ερμηνεύει, μέχρι κάποιο βαθμό, τον χαμηλότερο πληθωρισμό που καταγράφεται στη χώρα μας σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η Goldman Sachs, σε μελέτη της για την Ευρωζώνη (The Role of Profit Margins in Euro Area Inflation, June 2023), εκτιμά ότι θα υπάρξει ταχεία αποκλιμάκωση της αύξησης του περιθωρίου κέρδους των επιχειρήσεων εντός του έτους, εξαιτίας αφενός της αποδυνάμωσης της οικονομικής δραστηριότητας και αφετέρου των μισθολογικών αυξήσεων.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ