Δημήτρης Μαλλάς
Για όσους -λίγους φαντάζομαι- δεν το γνωρίζουν το EquiFund είναι μία πρωτοβουλία που έχει ως στόχο τη χρηματοδότηση καινοτόμων επιχειρήσεων μέσω επενδυτικών funds, το μεγαλύτερο κομμάτι των κεφαλαίων των οποίων προέρχεται από το EquiFund. Δεδομένου ότι το συνολικό ποσό προς διάθεση εκτιμάται σε περίπου 425 εκατ. ευρώ. Ποσό διόλου ευκαταφρόνητο, όπως είναι προφανές, και οι προσδοκίες όταν ξεκίνησαν να δραστηριοποιούνται τα 9 funds που πήραν το σχετικό «χρίσμα» ήταν πολλές.
Το EquiFund συμπλήρωσε ένα χρόνο λειτουργίας και διοργάνωσε μία εκδήλωση με αφορμή αυτή την «επέτειο». Δεν ήμουν παρών γιατί δεν ήμουν μεταξύ αυτών που έλαβαν πρόσκληση για να παραστούν στην εκδήλωση, οπότε για το τι αναφέρθηκε θα πρέπει να βασιστώ στο δελτίο Τύπου και στα σχετικά δημοσιεύματα που υπήρξαν. Από τα τελευταία, αυτό που καταλαβαίνει κανείς είναι ότι πρακτικά δύο μέλη της κυβέρνησης (ο υπουργός Οικονομίας & Ανάπτυξης, Γιάννης Δραγασάκης και ο αναπληρωτής υπουργός Έρευνας & Καινοτομίας κ. Κώστας Φωτάκης) «μονοπώλησαν» το χρόνο των παρουσιάσεων αναφερόμενοι στο κυβερνητικό έργο, γεγονός που ενόχλησε πολλούς παρευρισκομένους που ήθελαν να ακούσουν περισσότερα για το πώς έχει κινηθεί το EquiFund, το οποίο θεωρείται ως ένα σημαντικό εργαλείο για την προώθηση της καινοτόμου επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα.
Από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο δελτίο Τύπου, το μόνο που -προσωπικά θεωρώ πως- έχει πραγματικό ενδιαφέρον είναι ότι μέχρι τώρα έχουν χρηματοδοτηθεί 47 επιχειρήσεις με ένα συνολικό ποσό της τάξεως των 32 εκατ. ευρώ.
Κατ’ αρχήν, ένα θέμα προς συζήτηση είναι αν αυτό το ποσό αποτελεί μία καλή επίδοση ή όχι. Η προσωπική άποψη μου είναι πως δεν είναι καλή επίδοση, δεδομένου ότι αντιστοιχεί μόλις στο 7,5% των συνολικά διαθέσιμων κεφαλαίων. Από τη στιγμή που έχουν περάσει πάνω από 15 μήνες που τα funds έχουν ξεκινήσει να δραστηριοποιούνται, θα περίμενε κανείς μία καλύτερη απόδοση. Από την άλλη πλευρά, μπορεί να υποστηρίξει κανείς -και ορθώς- ότι τα funds έπρεπε να δουν ιδέες και προτάσεις και ότι ο ρυθμός των χρηματοδοτήσεων θα αυξηθεί τους επόμενους μήνες. Κάτι που πραγματικά ελπίζω ότι θα γίνει.
Αυτό που θα περίμενε κανείς, όμως, από την παρουσίαση θα ήταν να υπάρξει μία αναφορά στις εταιρείες που έχουν χρηματοδοτηθεί. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν ανακοινώνουν όλα τα funds τις χρηματοδοτήσεις που κάνουν. Σε αρκετές περιπτώσεις ανακοινώνουν τις εταιρείες αλλά όχι το ποσό, ενώ σε πολλές περιπτώσεις δεν δημοσιοποιείται απολύτως τίποτα. Η επίσημη δικαιολογία είναι ότι τα επενδυτικά funds θέλουν να «προστατεύουν» το χαρτοφυλάκιο τους. Γενικώς, είναι ένας κανόνας που ισχύει αλλά δεν είναι λίγοι εκείνοι που σπεύδουν να σημειώσουν πως τα κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση προέρχονται στη συντριπτική πλειοψηφία του από εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους. Οπότε, θα ήταν πιο σωστό να υπάρχει μία μεγαλύτερη διαφάνεια όσον αφορά το που οδεύουν τα κεφάλαια. Άλλωστε κανείς δεν περιμένει ότι όλες οι εταιρείες που θα χρηματοδοτηθούν θα έχουν εξαιρετική πορεία. Αυτό είναι ένα βασικό ρίσκο στις επενδύσεις και η αποτυχία δεν είναι απαραίτητα κάτι άσχημο και κατακριτέο. Οπότε γιατί να μην ανακοινώνονται οι εταιρείες που χρηματοδοτήθηκαν και τα ποσά που έλαβαν.
Αξίζει πάντως να επισημανθεί πως οι συμβάσεις του EquiFund με τα funds δεν περιλαμβάνουν ρήτρα που να υποχρεώνει τα δεύτερα να δημοσιοποιούν τις επενδύσεις τους. Και μία δεύτερη σημείωση έχει να κάνει με το πρόγραμμα Jeremie, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο «πρόγονος» του Equifund. Μέχρι στιγμή, δεν έχει δημοσιοποιηθεί κάποια έκθεση για το συνολικό ύψος των επενδύσεων που έγιναν από τα funds του Jeremie, ούτε ποιες εταιρείες χρηματοδοτήθηκαν ούτε καν ποιες από αυτές παρουσιάζουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ή απλά «επεβίωσαν» ή «έκλεισαν».
Ένα δεύτερο στοιχείο που θα ήθελαν πολλοί από όσους ασχολούνται με το οικοσύστημα της καινοτομίας να δουν κατά τη διάρκεια της παρουσίασης είναι τι είδους εταιρείες έχουν χρηματοδοτηθεί. Το Jeremie αφορούσε αποκλειστικά εταιρείες που κινούνταν στο χώρο των ψηφιακών τεχνολογιών, στο EquiFund, όμως, και ορθώς δεν υπάρχει κάποιος αντίστοιχος περιορισμός. Υπάρχει, όμως, μία ανησυχία ότι τελικώς οι εταιρείες που ασχολούνται με τις ψηφιακές τεχνολογίες θα είναι αυτές που θα επωφεληθούν, αφήνοντας εκτός καινοτόμες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε κλάδους όπως αυτός της αγροδιατροφής, για παράδειγμα. Η αίσθηση που υπάρχει -δεδομένου ότι δεν υπάρχει δημοσιοποιημένος πλήρης κατάλογος των 47 εταιρειών που έχουν χρηματοδοτηθεί- είναι πως η ανησυχία αυτή μάλλον έχει βάση. Και ελπίζουμε ότι θα αλλάξει κατά τις επόμενες χρηματοδοτήσεις.