“Με δεδομένη την πολυετή οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2010 και την αμέσως μετέπειτα κρίση της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία, υπάρχει μια αίσθηση κατεπείγοντος”, γράφουν οι συγγραφείς του κειμένου πολιτικής της διαΝΕΟσις για την ανάγκη επανεκκίνησης του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και Πρόεδρος του ΔΣ της Εθνικής Τράπεζας Γκίκας Χαρδούβελης και ο επικεφαλής οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας Νίκος Μαγγίνας έχουν πολύ σοβαρούς λόγους να αναφέρονται σε “μια αίσθηση κατεπείγοντος”. Εδώ θα δούμε μερικά από τα βασικά σημεία τα οποία αγγίζει το νέο κείμενο πολιτικής.

Αλλεπάλληλες κρίσεις

Ο ελληνικός χρηματοπιστωτικός τομέας -οι τράπεζες, το χρηματιστήριο και άλλοι θεσμοί που προσφέρουν χρηματοπιστωτικά προϊόντα- υπέστη πολύ σημαντική ζημιά κατά την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας. Από το 2008 μέχρι το 2017, ο αριθμός των τραπεζών μειώθηκε πολύ: μόνο τέσσερις τράπεζες έφτασαν να αντιπροσωπεύουν το 96% του συνολικού ενεργητικού και των συνολικών τραπεζικών δανείων.

Το ευρύτερο περιβάλλον αβεβαιότητας γύρω από τις οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα ήταν, έτσι κι αλλιώς, ένα πολύ σοβαρό εμπόδιο για την ομαλή λειτουργία των τραπεζών. Πολλά φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις σταμάτησαν να πληρώνουν τα δάνειά τους με αποτέλεσμα ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων να εκτιναχθεί. Παρά τη θεαματική μείωσή του από την κορύφωση τον Σεπτέμβριο του 2016 (περίπου ένα στα δύο δάνεια ήταν τότε “κόκκινο”), παραμένει ακόμα και σήμερα (που είναι στο 12,1% του συνόλου των δανείων) το μεγαλύτερο στην Ευρώπη. Η συγκεκριμένη δυσάρεστη εικόνα δεν αφορά μόνο τους δανειολήπτες που δανείστηκαν κάποτε και με την κρίση βρέθηκαν σε δυσκολία, αλλά ευρύτερα την ελληνική οικονομία, καθώς αυξάνει το κόστος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων σήμερα.

Το Χρηματιστήριο Αθηνών αντανακλούσε κι αυτό τις συνθήκες μιας χώρας σε βαθιά κρίση. Η αβεβαιότητα και η μειωμένη εμπιστοσύνη έριξαν την αξία του, με αποτέλεσμα στα τέλη του 2021 η κεφαλαιοποίησή του να μην είναι συγκρίσιμη με το σχετικό μέγεθος των χρηματιστηρίων άλλων ευρωπαϊκών χωρών: ήταν στο 36,7% του ελληνικού ΑΕΠ, ενώ, ενδεικτικά, εκείνη του Χρηματιστηρίου της Φρανκφούρτης είναι σχεδόν διπλάσια (69,5% του γερμανικού ΑΕΠ). Το αποτέλεσμα ήταν σε ολόκληρη τη δεκαετία 2010-2020 οι εισηγμένες εταιρείες να αντλήσουν κεφάλαια μόνο 65,1 δισεκατομμυρίων ευρώ, με τα περισσότερα από αυτά (€46,7 δισ.) να αφορούν τις αναγκαστικές ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών.

Τέλος, άλλες κατηγορίες χρηματοοικονομικών οργανισμών, όπως οι ασφαλιστικές εταιρείες, επενδυτικές εταιρείες, εταιρείες factoring και κτηματαγοράς, εταιρείες αμοιβαίων κεφαλαίων και venture capital είτε είναι διαχρονικά μικρές σε μέγεθος είτε αποτελούν θυγατρικές των τραπεζών, επομένως, επηρεάζονται κι αυτές από τα προβλήματά τους. Ταυτόχρονα, όπως σημειώνουν οι ερευνητές η Ελλάδα συνεχίζει να υστερεί σημαντικά σε δείκτες που αποτυπώνουν ευρύτερες θεσμικές αδυναμίες, όπως θέματα διαφάνειας, επαρκούς πληροφόρησης, ελλιπούς ανταγωνισμού, εταιρικής διακυβέρνησης, καταγραφής, αποτίμησης, προστασίας και ρευστοποίησης ενεχύρων, αποτελεσματικότητας της δικαιοσύνης και προστασίας δικαιωμάτων των πιστωτών.

Οι παραπάνω συνθήκες αποτυπώνουν ένα τοπίο όπου οι επιχειρήσεις έχουν μειωμένες και λιγότερο ελκυστικές επιλογές δανειοδότησης, και τελικά χρηματοδότησης για την πραγματοποίηση επενδύσεων. Το κόστος χρηματοδότησης στην Ελλάδα είναι σήμερα πιο υψηλό από εκείνο των εταίρων, αλλά και ανταγωνιστών μας, στην Ευρωζώνη: το μέσο επιτόκιο δανεισμού μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων τον Μάρτιο του 2022 ήταν στο 3,06%, ενώ στην Ευρωζώνη ήταν περίπου το μισό (1,49%). Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένη η ελληνική οικονομία επιδεινώνει το πρόβλημα: η πλειοψηφία των επιχειρήσεων είναι μικρές και πολύ μικρές και επομένως συχνά αδυνατούν να αφιερώσουν πόρους στην αναζήτηση των κατάλληλων ευκαιριών χρηματοδότησης.

Ο χρηματοπιστωτικός τομέας, όπως επισημαίνουν οι συγγραφείς, “συνιστά κάτι περισσότερο από μια έκφανση της οικονομικής δραστηριότητας ή έναν απλό τομέα της οικονομίας: αποτελεί συνδιαμορφωτή της ίδιας της οικονομικής πραγματικότητας συνολικά, την οποία και αντανακλά”.

Οι σημερινές προκλήσεις

Τι μπορεί όμως να γίνει ώστε να μετασχηματιστεί κατάλληλα ο χρηματοπιστωτικός τομέας στην Ελλάδα; Πώς μπορούν οι βασικοί θεσμοί, οι τράπεζες και το χρηματιστήριο, να ξεπεράσουν τις πληγές των κρίσεων, να αναπτυχθούν, να ενταχθούν και να προσαρμοστούν στις ευρωπαϊκές εξελίξεις και, τελικά, να λειτουργούν με αποτελεσματικότητα και διαφάνεια; Οι συγγραφείς του κειμένου πολιτικής της διαΝΕΟσις χαρτογραφούν πιο συγκεκριμένα τις προκλήσεις των τραπεζών και της αγοράς κεφαλαίου για το επόμενο διάστημα, πριν διατυπώσουν τις αντίστοιχες παρεμβάσεις.

Αναφορικά με τις τράπεζες σήμερα, οι συγγραφείς ξεχωρίζουν μερικές ευρύτερες, παγκόσμιες προκλήσεις και εξηγούν τις επιπτώσεις τους στην Ελλάδα: περιγράφουν το πώς η παρατεταμένη περίοδος χαμηλών επιτοκίων και γενικότερης νομισματικής χαλάρωσης, λόγω της προηγούμενης οικονομικής κρίσης και της πανδημίας, συρρίκνωσαν τα περιθώρια κέρδους των τραπεζών. Ακόμη, οι τεχνολογικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών δημιούργησαν χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις συνήθως υψηλής τεχνολογίας, τις λεγόμενες “challenger banks”, ανταγωνιστικές προς τις τράπεζες, ειδικά σε κάποιες δραστηριότητες, όπως τα συστήματα πληρωμών. Τέλος, στην Ευρωζώνη, την προηγούμενη δεκαετία αυστηροποιήθηκε αρκετά το θεσμικό πλαίσιο εποπτείας, πράγμα που μειώνει μεν τους κινδύνους για τις τοπικές τράπεζες, αλλά ταυτόχρονα δίνει και μικρότερα περιθώρια ευελιξίας.

Οι σημερινές προκλήσεις για την ελληνική κεφαλαιαγορά είναι μάλλον διαχρονικές και έχουν περισσότερο τοπικό χαρακτήρα“Το ελληνικό χρηματιστήριο”, γράφουν οι συγγραφείς, “έχει παγιδευτεί σε μια μακροχρόνια τροχιά συρρίκνωσης και είναι σημαντικό να επανενεργοποιηθεί ως βασικός πυλώνας χρηματοδότησης και μεγέθυνσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας (…) Οι προκλήσεις αλλά και οι ευκαιρίες για το ΧΑ μεγεθύνονται από το ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον, το οποίο διαρκώς αναδιατάσσεται με τάσεις συγκέντρωσης και διεθνοποίησης των χρηματιστηριακών αγορών, αποκέντρωσης και ψηφιοποίησης της διαπραγμάτευσης και δημιουργίας εξειδικευμένων υπο-αγορών, νέων προϊόντων και σχημάτων χρηματοδότησης.”

Βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις

Οι συγγραφείς αφιερώνουν το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας τους στο να εξηγήσουν αναλυτικά τις προτάσεις τους για πιθανές παρεμβάσεις, οι οποίες θα συμβάλουν στην επανεκκίνηση. Οι προτάσεις τους αφορούν όλες έναν βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και χωρίζονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: τη διευκόλυνση χρηματοδότησης με δανειακά κεφάλαια, τη διευκόλυνση των επιχειρήσεων με την παροχή μετοχικού κεφαλαίου και την κρατική συμμετοχή στη χρηματοδότηση και εποπτεία. Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε, σε τίτλους, την κάθε μία πρότασή τους.

Για τη διευκόλυνση χρηματοδότησης με δανειακά κεφάλαια προτείνεται:

  1. Η Δημιουργία Ανεξάρτητης Αρχής Πιστοληπτικής Αξιολόγησης (Independent Credit Bureau).
  2. Η δημιουργία ενός περιεκτικού ψηφιακού μητρώου ακινήτων.
  3. Η διασφάλιση πληρέστερης λογιστικής αποτύπωσης της κατάστασης των επιχειρήσεων με ενίσχυση δομών εποπτείας και ελέγχου, μέσω ενεργοποίησης της ΕΛΤΕ.
  4. Η επέκταση της χρήσης εξωτερικών ελεγκτών σε μεγαλύτερη περίμετρο επιχειρήσεων.
  5. Η κινητοποίηση για αποτελεσματικότερη εφαρμογή της προ-πτωχευτικής και πτωχευτικής διαδικασίας.
  6. Η άμεση δημιουργία επιτροπής συμβουλευτικής ενημέρωσης και τεχνικής βοήθειας δυνητικών επενδυτών μέσω ΤΑΑ (RRF).
  7. Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων με στόχο την αύξηση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος.
  8. Η μεγαλύτερη έμφαση σε εξειδικευμένη εκπαίδευση στη Χρηματοοικονομική των Δικαστών και των εργαζομένων της νομικής επιστήμης στον χρηματοοικονομικό χώρο.
  9. Η προετοιμασία για πιθανή μελλοντική δημιουργία εταιρείας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (“bad bank”) σε εθνικό ή υπερεθνικό επίπεδο.

Για τη διευκόλυνση των επιχειρήσεων με την παροχή μετοχικού κεφαλαίου προτείνεται:

  1. H επέκταση της περιμέτρου των επιχειρήσεων που υποχρεούνται να ακολουθούν κανόνες χρηστής εταιρικής διακυβέρνησης.
  2. Η ενθάρρυνση πολιτικών μεγέθυνσης των επιχειρήσεων.
  3. Η πολιτική κινήτρων για αναβάθμιση της ελκυστικότητας του ΧΑ.
  4. Η αξιοποίηση ασφαλιστικού-αποταμιευτικού πυλώνα για διεύρυνση της επενδυτικής βάσης του χρηματιστηρίου.
  5. Η τεχνολογική αναβάθμιση του ΧΑ.
  6. Η αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού του ΧΑ και του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα.
  7. Η προετοιμασία για τη διασύνδεσή μας με την εκκολαπτόμενη Ευρωπαϊκή Ένωση Κεφαλαιαγορών και η αποσαφήνιση της στρατηγικής του ΧΑ όσον αφορά συνεργασίες με άλλα χρηματιστήρια.

Για την κρατική συμμετοχή στη χρηματοδότηση και το θέμα της εποπτείας προτείνεται:

  1. Η αξιοποίηση των συνεργιών μεταξύ της Αναπτυξιακής Τράπεζας και του Ταμείου Ανάκαμψης.
  2. Ο επανασχεδιασμός της αρχιτεκτονικής εποπτείας του χρηματοοικονομικού συστήματος στη βάση των προτάσεων της Έκθεσης “Πισσαρίδη” και η ενίσχυση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

 

Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο πολιτικής εδώ:

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ