του Γιάννη Στουρνάρα

Ήδη βρισκόμαστε ένα έτος μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, η οποία συνεχίζει να προκαλεί πρωτόγνωρης σφοδρότητας πλήγματα στις κοινωνίες και στις οικονομίες ολόκληρου του πλανήτη. Αυτό που μπορώ να πω για την ελληνική ασφαλιστική αγορά είναι ότι ανταποκρίθηκε ικανοποιητικά στις προκλήσεις της συγκυρίας.

Η πλειονότητα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων προσαρμόστηκε γρήγορα στις συνθήκες λειτουργίας που διαμορφώθηκαν εξαιτίας της πανδημίας. Κάνοντας εκτεταμένη χρήση της τεχνολογίας, κατάφερε να διασφαλίσει την ομαλή συνέχιση των δραστηριοτήτων και της εξυπηρέτησης των ασφαλισμένων, σε όλα τα στάδια της αλυσίδας, όπως η έκδοση και ανανέωση ασφαλιστηρίων συμβολαίων, οι αναγγελίες ζημιών, η καταβολή αποζημιώσεων κλπ.

Δεν πρέπει, όμως, λόγω της συγκυρίας, να παραβλεφθούν οι κίνδυνοι που σχετίζονται κυρίως με την ασφάλεια των συστημάτων και των προσωπικών δεδομένων. Είναι αδήριτη ανάγκη όλες οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις να επενδύσουν, επειγόντως, στην ψηφιακή επιχειρησιακή τους ανθεκτικότητα και να αναπτύξουν ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης τέτοιων κινδύνων, που να τους εξασφαλίζει αντοχή σε όλα τα είδη διαταραχών και απειλών που συνδέονται με τις τεχνολογίες των πληροφοριών και των επικοινωνιών.

Οι παρούσες συνθήκες εργασίας υποβάλλουν, επίσης, σε δοκιμασία την αποτελεσματικότητα του συστήματος διακυβέρνησης. Δεν θα μπορούσα να μην επισημάνω σε αυτό το σημείο την κρισιμότητα του ρόλου της Επιτροπής Ελέγχου και σύσσωμου του Διοικητικού Συμβουλίου για τη διασφάλιση επαρκούς συστήματος εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανομένης και της διαχείρισης κινδύνων.

Επίσης, δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω ότι επιβάλλεται να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία των βασικών λειτουργιών. Ο σεβασμός της ανεξαρτησίας και η διασφάλιση ότι οι βασικές λειτουργίες δεν συγχέονται με άλλες λειτουργίες, ενισχύουν την ποιότητα της πληροφόρησης που λαμβάνουν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και οδηγούν σε ορθολογικότερες αποφάσεις τόσο για τους ασφαλισμένους και την επιχείρηση όσο και προσωπικά για τα μέλη του ΔΣ, τα οποία φέρουν στο ακέραιο την ευθύνη των αποφάσεων.

Όπως είναι γνωστό, το 2020, έγιναν σημαντικά βήματα όσον αφορά στην αναμόρφωση του ρυθμιστικού πλαισίου για την ανεξάρτητη, όσο γίνεται από τους βασικούς μετόχους, λειτουργία του Διοικητικού Συμβουλίου, όπως επίσης και για την ενίσχυση της Επιτροπής Ελέγχου. Παρότι στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω νομοθεσίας εμπίπτουν συγκεκριμένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αναμένεται ότι το σύνολο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων θα επωφεληθεί αυτών των διατάξεων, καθώς περιέχουν στοιχεία βέλτιστων πρακτικών διεθνώς.

Δεν είναι εφικτό να προβλεφθεί για πόσο καιρό ακόμα θα διαρκέσει η πανδημία. Ωστόσο, ο αντίκτυπός της αδιαμφισβήτητα θα επηρεάσει την ασφαλιστική αγορά, τόσο σε μέσο όσο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η αναστολή συμβάσεων εργασίας, ο περιορισμός του διαθέσιμου εισοδήματος και το πάγωμα εργασιών σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας, όπως η εστίαση και ο τουρισμός, αναμένεται να επηρεάσουν την εν γένει συμπεριφορά των καταναλωτών. Δουλειά, λοιπόν, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων είναι αυτό να το λάβουν υπόψη κατά την επανεξέταση των επιχειρηματικών τους προτύπων, ώστε, όχι μόνο να παραμείνει η κερδοφορία σταθερή, αλλά κυρίως για να μπορούν να δίδουν αξία στην κοινωνία και τους πελάτες τους, προσφέροντας καινοτόμα προϊόντα που καλύπτουν τις διαρκώς εξελισσόμενες ανάγκες τους.

Και δουλειά της Τράπεζας της Ελλάδος είναι να παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και τις επιπτώσεις τους στην ασφαλιστική αγορά και να παρεμβαίνει όπου και όπως είναι αναγκαίο.

Καθώς από την πανδημία αναδείχθηκε η ανάγκη για μια κοινή ευρωπαϊκή απάντηση στις κοινές προκλήσεις, η Τράπεζα της Ελλάδος δίνει μεγάλη έμφαση στον συντονισμό των δράσεών της με τις αντίστοιχες των άλλων ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών στο πλαίσιο της ΕΙΟΡΑ. Σκοπός είναι η συνεχής παρακολούθηση των συνθηκών της αγοράς και η αξιολόγηση των επιπτώσεών τους τόσο στη φερεγγυότητα όσο και στη ρευστότητα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ώστε να είναι δυνατή η έγκαιρη  λήψη  μέτρων με στόχο τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς ως σύνολο και των επιχειρήσεων μεμονωμένα.

Εξυπακούεται ότι στο περιβάλλον αυτό είναι αναγκαία η διατήρηση επαρκών περιθωρίων φερεγγυότητας. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις καλούνται να επαναξιολογήσουν τις πολιτικές τους για τη διαχείριση των κεφαλαίων τους και, ειδικότερα, τη διανομή μερισμάτων και την καταβολή μεταβλητών αμοιβών στα στελέχη τους. Αυτό επιτάσσεται πρωτίστως από το ευμετάβλητο περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούνται, και όχι μόνο επειδή διατυπώνεται στις συστάσεις της ΕΙΟΡΑ και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου.

Παράλληλα, η επικέντρωση στις επιπτώσεις της πανδημίας δεν πρέπει να αποσπά την προσοχή από τις επιπτώσεις των χαμηλών ή και αρνητικών επιτοκίων και των αναδυόμενων κινδύνων, όπως αυτοί που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Η προληπτική προσέγγιση εκτίμησης των κινδύνων αυτών πρέπει να αποτυπώνεται επαρκώς στην Ιδία Αξιολόγηση Κινδύνου και Φερεγγυότητας (ORSA), η οποία αποτελεί το βασικό εργαλείο για τη διαμόρφωση βιώσιμων επιχειρηματικών μοντέλων.

Ειδικότερα για την κλιματική αλλαγή, θα μου επιτρέψετε να επισημάνω τα ακόλουθα:

Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι από τις πρώτες κεντρικές τράπεζες που ξεκίνησαν να ασχολούνται συστηματικά με την κλιματική αλλαγή. Η Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ), που λειτουργεί από το 2009, συμμετέχει στο οκταετές ευρωπαϊκό πρόγραμμα “Boosting the implementation of adaptation policy across Greece”, το οποίο αποτελεί το σημαντικότερο εθνικό έργο για την προσαρμογή της χώρας στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Ένας από τους τομείς που μελετώνται στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος είναι και ο ασφαλιστικός, και η ΕΜΕΚΑ  έχει ήδη αναπτύξει συνεργασία με την Ένωσή Ασφαλιστικών Εταιρειών, η οποία είναι από τους βασικούς stakeholders του προγράμματος.

Η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή (adaptation to climate change), η οποία έχει ως στόχο τον περιορισμό των φυσικών κινδύνων και, επομένως, των ζημιών από την κλιματική αλλαγή, έχει προφανείς επιπτώσεις στον ασφαλιστικό τομέα.

Ο ασφαλιστικός τομέας μπορεί να ειδωθεί από τρεις διαφορετικές απόψεις: ως αγορά, ως εργαλείο κλιματικής προσαρμογής και ως επενδυτής. Υπό τις ιδιότητες αυτές, ο ασφαλιστικός τομέας μπορεί να υποστηρίξει προσαρμοστικές πρακτικές βοηθώντας τη διαχείριση κλιματικών κινδύνων, εφαρμόζοντας κίνητρα για την πρόληψή τους, παρέχοντας πληροφορίες για τις οικονομικές διαστάσεις τόσο των κινδύνων όσο και των μέτρων αποφυγής ή μετριασμού αυτών, αλλά και ως βασικός επενδυτής, κατευθύνοντας κεφάλαια προς δράσεις με σημαντική συνεισφορά στην προσαρμογή.

Πέρα από τη συμβολή του ασφαλιστικού τομέα στην προσαρμογή της χώρας στην κλιματική αλλαγή, κρίσιμη είναι και η προσαρμογή του ίδιου του τομέα στις νέες συνθήκες. Η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή είναι κρίσιμης σημασίας για την εμπορική επιτυχία του ασφαλιστικού κλάδου καθώς δημιουργεί προκλήσεις και, ταυτόχρονα, από την προσαρμογή της ασφαλιστικής πρακτικής, αναμένεται να προκύψουν νέες ευκαιρίες. Για παράδειγμα, ευκαιρίες για νέα προϊόντα που, παράλληλα με την ασφάλιση, προσφέρουν την επιλογή στους ασφαλισμένους να κατευθύνουν τα κεφάλαιά τους σε επενδύσεις που ενισχύουν τη μετάβαση προς μια οικονομία ουδέτερη ως προς τις εκπομπές άνθρακα.

Κυρίες και κύριοι,

Η ασφαλιστική αγορά έμαθε να ζει μαζί με τη συνεχή αλλαγή των συνθηκών, που απαιτεί τη συνεχή επαναξιολόγηση όλων των παραμέτρων λειτουργίας και εποπτείας της. Αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει αλλαγές, με επίκεντρο την εισαγωγή νέων θεσμικών πλαισίων εποπτείας, ρυθμίζοντας συνεχώς διευρυνόμενους τομείς της λειτουργίας και των επιχειρηματικών πρακτικών που αναπτύσσουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

Θα ήθελα να θυμίσω, πέραν βεβαίως της Φερεγγυότητας ΙΙ, τη νομοθεσία για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, τη γνωστή IDD (Insurance Distribution Directive), όπως επίσης τον Κανονισμό PRIIPs (Packaged Retail and Insurance-based Investment Products) για τα Έντυπα Βασικών Πληροφοριών (Key Information Document – KID) των επενδυτικών προϊόντων που συνδέονται με ασφάλιση.

Οι αλλαγές αυτές στη νομοθεσία ενισχύουν τις δομές και τις πρακτικές που εφαρμόζονται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, με γνώμονα την ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών. Σκοπός τους εν τέλει είναι η ενίσχυση της εμπιστοσύνης στον θεσμό της ιδιωτικής ασφάλισης. Αυτό είναι κάτι που χρειάζεται να αναδειχθεί από την ελληνική ασφαλιστική αγορά.

Οι καταναλωτές επωφελούνται των ασφαλιστικών συμβουλών που έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν. Η έγκυρη ενημέρωσή τους και η λήψη ασφαλιστικής συμβουλής για την επιλογή του κατάλληλου ασφαλιστικού προϊόντος, από ενημερωμένους συνεργάτες, αποτελεί τη βάση για την ικανοποίηση των ασφαλιστικών αναγκών. Βάση στην οποία εδράζεται η εμπιστοσύνη που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη του κλάδου.

Η προσαρμογή σε μια νέα νομοθεσία ενέχει, πράγματι,  κόστος. Όμως, αναγκαία προϋπόθεση για να γίνουν αντιληπτά τα πλεονεκτήματα από την εφαρμογή της, είναι να μην αντιμετωπίζεται ως γραφειοκρατική υποχρέωση. Για παράδειγμα, για να μπορέσει το Έντυπο Βασικών Πληροφοριών να αποδώσει τα μέγιστα οφέλη, ως ουσιαστικό εργαλείο λήψης απόφασης από τον πελάτη, πρέπει οι ασφαλιστικοί διανομείς να το διανείμουν έγκαιρα, κατά το στάδιο που ο πελάτης σχηματοποιεί την απόφασή του για το είδος της επένδυσης που θα επιλέξει, και όχι λίγο πριν την υπογραφή της σύμβασης, αφού δηλαδή έχει ήδη αποφασίσει.
Αλλαγές βεβαίως στη νομοθεσία θα πρέπει να αναμένονται και στο εγγύς μέλλον. Όπως είναι ήδη γνωστό, έχει ξεκινήσει από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης η διαδικασία αναθεώρησης της οδηγίας “Φερεγγυότητα ΙΙ” με σκοπό την προσαρμογή  στο υφιστάμενο οικονομικό περιβάλλον και στις εν γένει  συνθήκες που διαμορφώνονται.

Τα βασικά στοιχεία που τίθενται προς αναμόρφωση είναι τα ακόλουθα:

– η ενίσχυση της αναλογικότητας – ένα βασικό αίτημα της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς – με περισσότερο σαφείς διατάξεις για την εφαρμογή της,

– η εισαγωγή ενός πλαισίου μακροπροληπτικής εποπτείας το οποίο θα επιτρέπει στις εποπτικές αρχές να απαιτούν την ενίσχυση των κεφαλαίων για προστασία έναντι συστημικών κινδύνων ή ακόμη και να αναστέλλουν τη διανομή μερισμάτων,

– η δυνατότητα των εποπτικών αρχών να εισηγούνται  την υιοθέτηση μακροπροληπτικής προοπτικής, κατά τη σύνταξη της ORSA, καθώς και τη σύνταξη σχεδίων διαχείρισης συστημικού κινδύνου και διαχείρισης κινδύνου ρευστότητας από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις,

– η εισαγωγή ενός, εναρμονισμένου κατά το δυνατόν σε επίπεδο ευρωπαϊκής ένωσης, πλαισίου ανάκαμψης και εξυγίανσης των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, για την προστασία των καταναλωτών και τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας,

– η  ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών, ειδικά στις περιπτώσεις διασυνοριακής δραστηριότητας, και τέλος

– η εναρμόνιση, σε έναν πρώτο βαθμό, των εθνικών θεσμικών πλαισίων λειτουργίας των Εγγυητικών Συστημάτων, με στόχο την ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών σε περίπτωση πτωχεύσεων ασφαλιστικών επιχειρήσεων με διασυνοριακές επιπτώσεις.

Ενώ, λοιπόν, τα ευρωπαϊκά όργανα λαμβάνουν θεσμικές πρωτοβουλίες που κατατείνουν στην περαιτέρω ενίσχυση της προστασίας των ασφαλισμένων, απαιτείται και η έμπρακτη ανταπόκριση της Ελληνικής Πολιτείας, ώστε να δοθεί στον ασφαλιστικό τομέα χώρος για να επιτελέσει αποτελεσματικά τον κοινωνικό του ρόλο. Να αναγνωριστεί η ιδιωτική ασφάλιση ως μέσο προστασίας από οικονομικές επιπτώσεις που συνεπάγονται προσωπικοί ή επιχειρηματικοί κίνδυνοι, και μάλιστα συμπληρωματικό, και όχι ανταγωνιστικό, των υφιστάμενων κρατικών και κοινωνικών μηχανισμών.

Στο σημείο αυτό,  θα ήθελα να κάνω μια αναφορά στον Κανονισμό για τα Παν-Ευρωπαϊκά Προσωπικά Συνταξιοδοτικά Προϊόντα (ΡΕΡΡ).

Αναγνωρίζω ότι κομβικής σημασίας για την αποτελεσματική λειτουργία των PEPP είναι η φορολογική αντιμετώπιση. Όπως ίσως έχετε προσέξει, το ζήτημα αυτό τίθεται σε κάθε δημόσια παρέμβασή μου που σχετίζεται με το θέμα.

Από την άλλη πλευρά, όμως, θα ήθελα να επισημάνω ότι είναι κομβικής σημασίας οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις να αγκαλιάσουν τον θεσμό αυτό, προσφέροντας τέτοια προϊόντα, προβάλλοντας την υφιστάμενη εμπειρία τους σε συνταξιοδοτικά προγράμματα και, με τον τρόπο αυτό, να συμβάλλουν, προς όφελος του καταναλωτή, στην επικράτηση του θεσμού και στη συνακόλουθη αύξηση της αποταμίευσης στην Ελλάδα.

Πριν κλείσω, επιτρέψτε μου να σας ενημερώσω για μια πρόσφατη πρωτοβουλία της Τράπεζας της Ελλάδος στο πλαίσιο της χρηματοοικονομικής καινοτομίας.

Όπως προανέφερα, η κρίση της πανδημίας συνετέλεσε στην ανάδειξη της σημασίας της χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (FinTech) στον τομέα παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, διεύρυνε τη ζήτηση (appetite) για καινοτόμες υπηρεσίες και προϊόντα και επιτάχυνε τον ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων προς όφελος των καταναλωτών.

Η πρόκληση για τις Εποπτικές Αρχές είναι η ενίσχυση / διευκόλυνση της χρηματοοικονομικής καινοτομίας, χωρίς να διακυβεύεται η προστασία των καταναλωτών ούτε η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Στο πλαίσιο αυτό, εμείς στην Τράπεζα της Ελλάδος αξιοποιούμε τους δύο μηχανισμούς διευκόλυνσης της καινοτομίας (innovation facilitators) με στόχο τον συνεχή διάλογο με τις επιχειρήσεις σε θέματα καινοτόμων χρηματοοικονομικών τεχνολoγιών (FinTech και InsurTech):

Ως γνωστόν, από τον Μάρτιο του 2019, λειτουργεί ο Κόμβος Καινοτομίας (Innovation Hub), μέσω του οποίου οι επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται να εισαγάγουν καινοτόμα χρηματοοικονομικά προϊόντα, υπηρεσίες ή επιχειρηματικά μοντέλα θέτουν ερωτήματα και ενημερώνονται σχετικά με τις απαιτήσεις του κανονιστικού πλαισίου, ενώ παράλληλα η Τράπεζα της Ελλάδος διαμορφώνει πληρέστερη εικόνα για τις ευκαιρίες και τους κινδύνους που πηγάζουν από αυτά.

Η νεότερη πρωτοβουλία της Τράπεζας της Ελλάδος, που ήδη βρίσκεται σε φάση υλοποίησης, είναι η δημιουργία Προστατευμένου Κανονιστικού Περιβάλλοντος (Regulatory Sandbox), το οποίο θα δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να δοκιμάσουν σε αυτό καινοτόμα χρηματοοικονομικά προϊόντα,  υπηρεσίες ή επιχειρηματικά πρότυπα βάσει συγκεκριμένου προγράμματος δοκιμών.

Το έργο αυτό, διάρκειας 18 μηνών, ξεκίνησε το 2020, με τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υλοποιείται από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Τράπεζα της Ελλάδος.

Η πρωτοβουλία μας για τη δημιουργία και λειτουργία του Προστατευμένου Κανονιστικού Περιβάλλοντος στοχεύει:

–     στην ενθάρρυνση της καινοτομίας στον χρηματοπιστωτικό τομέα και  στη διευκόλυνση της αξιοποίησης των καινοτόμων τεχνολογιών, των προϊόντων και των υπηρεσιών σε συμφωνία με το ισχύον ρυθμιστικό και κανονιστικό πλαίσιο,

–     στην ενίσχυση της γνώσης και κατανόησης από την πλευρά της Τράπεζας της Ελλάδος των εξελίξεων της χρηματοοικονομικής τεχνολογίας και καινοτομίας και της έγκαιρης εποπτικής αντιμετώπισης τυχόν κινδύνων ή/και προκλήσεων που θα προκύψουν από αυτές, και

–     στην ανάπτυξη βέλτιστων πρακτικών και στον εντοπισμό τυχόν κενών στη νομοθεσία προς τον σκοπό της βελτίωσης, της διαμόρφωσης ή/και της επικαιροποίησης του κανονιστικού πλαισίου.

Κυρίες και κύριοι,

Χαιρετίζω τις προσπάθειες όλα αυτά τα χρόνια για εκσυγχρονισμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και τα ουσιαστικά αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί για την ομαλή λειτουργία και εποπτεία της αγοράς, σύμφωνα με το ενιαίο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Παράλληλα, η Τράπεζα της Ελλάδος, έχει, ως Επόπτης, την ευθύνη να επισημάνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Εξάλλου, η αναβάθμιση του ρόλου της Ιδιωτικής Ασφάλισης τόσο στην οικονομία όσο και την κοινωνία είναι μαραθώνιος που απαιτεί επιμονή και αντοχή.

{Το κείμενο αποτελεί Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος στην  Ετήσια Γενική Συνέλευση της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών}

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ