Η ουκρανική κρίση δημιουργεί ανησυχίες στην ελληνική αγορά πρωτίστως για τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης της παγκόσμιας ασφάλειας, αλλά και για την ενεργειακή ασφάλεια και την οικονομική επίπτωση της στην ελληνική αγορά. Πολύ λιγότερο απασχολούν τον επιχειρηματικό κόσμο οι πιθανοί κίνδυνοι επάρκειας και ελλείψεων στην αγορά.
Αυτό αναφέρει σε δήλωσή του ο πρόεδρου του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς και του Επιμελητηριακού Συμβουλίου Αττικής Βασίλης Κορκίδης ενώ σε ανακοίνωση του επιμελητηρίου επισημαίνονται τα μείζονα και τα ελάσσονα ζητήματα της Ουκρανικής κρίση.
Αναλυτικά στην ανακοίνωση επισημαίνονται τα παρακάτω και συμπεριλαμβάνονται στοιχεία για το διμερές εμπόριο Ελλάδας – Ουκρανίας:
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δημιουργεί γεωπολιτική αναταραχή στην ευρωπαϊκή «γειτονιά μας» με σοβαρές επιπτώσεις στην τροφοδοσία ενέργειας και μεγάλες επιβαρύνσεις στις οικονομίες των χωρών-μελών της ΕΕ. Εάν μάλιστα δεν αποφευχθούν εγκαίρως τα διαχυτικά αποτελέσματα από τα αντίμετρα της Ρωσίας στις οικονομικές κυρώσεις της Δύσης, με εναλλακτικό σχέδιο επαρκούς τροφοδοσίας φυσικού αερίου, τότε οι εκτιμήσεις υψηλού κόστους ενέργειας σε ευρωπαϊκά νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα είναι δυσοίωνες και το 2023. Η ένταση των αναταράξεων στις διεθνείς αγορές καταγράφεται στις απώλειες των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων και την αύξηση ρεκόρ στη τιμή του πετρελαίου.
Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν προμηθεύεται φυσικό αέριο από την Ουκρανία, η αγορά της έχει εμπορικό ενδιαφέρον γιατί είναι μεγάλη πληθυσμιακά, αλλά με σχετικά χαμηλή εισοδηματική δύναμη. Διαθέτει επιχειρηματικές προοπτικές, ιδίως από την ενεργειακή ισχύ και την αλλαγή πορείας της εμπορικής πολιτικής προς την Ε.Ε., όμως παραμένει μια δύσκολη αγορά και εξελίσσεται σε δυσκολότερη, μετά τις δυσμενείς εξελίξεις και τη διαμόρφωση των νέων γεωπολιτικών δεδομένων. Η αναμενόμενη μάλιστα μείωση της ισοτιμίας της Γκρίβνας έναντι του Δολαρίου και του Ευρώ, θα δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα σε εισαγωγές, εξαγωγές και τουρισμό.
Διμερές εμπόριο
Το διμερές εμπόριο Ελλάδας – Ουκρανίας ακολουθεί μια αυξητική τάση, με εξαίρεση βεβαίως τα δύο τελευταία χρόνια λόγω πανδημίας. Σε κάθε περίπτωση, η χώρα μας έχει θετικό ισοζύγιο και όπως τονίζουν σε κάθε ευκαιρία οι επιχειρηματικές κοινότητες των δύο χωρών, υπάρχει αναξιοποίητο δυναμικό για καλύτερα αποτελέσματα. Οι ελληνικές εξαγωγές προ πανδημίας κυμαίνονταν από 182 έως 211 εκατ. ευρώ και οι εισαγωγές μας από 165 έως 187 εκατ. ευρώ, ενώ την περίοδο της πανδημίας παρατηρήθηκε μια μείωση 6% στον όγκο του εμπορίου. Ο εντοπισμός ελληνικών προϊόντων με προοπτικές αύξησης εξαγωγών μας οδηγεί στο τομέα των τροφίμων που έχει ήδη προσφέρει ικανοποιητικές ευκαιρίες συνεργασίας. Επίσης ενδιαφέρον, πέραν του κλάδου των τροφίμων, υπάρχει για δομικά υλικά και φάρμακα.
Στην Ουκρανία βρίσκεται σε εξέλιξη το Μεγάλο Κατασκευαστικό Πρόγραμμα για κατασκευή και συντήρηση του οδικού δικτύου της χώρας, καθώς και άλλα έργα κοινωνικών υποδομών, που παρουσιάζουν ευκαιρίες συνεργασίας με ελληνικές κατασκευαστικές εταιρείες. Σήμερα στην Ουκρανία δραστηριοποιούνται περί τις 45 ελληνικές εταιρείες, κυρίως στο χώρο της εμπορίας τροφίμων, φρούτων, λαχανικών, παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, τουρισμού, εστίασης και επιλογής προσωπικού για την ελληνική ναυτιλία. Εκτιμάται ότι 40.000 Ουκρανοί ναυτικοί απασχολούνται σε ελληνόκτητα πλοία. Ειδικότερα, μεταξύ των ελληνικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην ουκρανική αγορά συγκαταλέγονται η Τράπεζα Πειραιώς, Coca Cola Hellenic, Ήφαιστος, Alumil, Etem, Profilco, υαλουργία HGI, Chipita, Printec, Neokem, Ukravtomatika κ.α. με άμεσες επενδύσεις που ανέρχονται σε περίπου 40 εκατ. ευρώ. Εξυπακούεται πως προσευχόμαστε να μην κινδυνεύσει κανείς εργαζόμενος στις εγκαταστάσεις τους και βεβαίως να είναι ασφαλής όλος ο άμαχος πληθυσμός και όλα τα μέλη της ελληνικής κοινότητας στην Ανατολική Ουκρανία.
Εάν επίσης εξετάσουμε οικονομικά στοιχεία, θα διαπιστώσουμε το ειδικό βάρος στις οικονομικές σχέσεις της Ευρώπης με τη Ρωσία, αλλά και τον ρόλο της Ουκρανίας στο διεθνές εμπόριο. Τα στοιχεία της Eurostat εντυπωσιάζουν καθώς η Ρωσία κάλυψε το 46,8% των εισαγωγών φυσικού αερίου στην Ευρώπη κατά το πρώτο εξάμηνο του περασμένου έτους, ενώ στο «ευρωπαϊκό» πετρέλαιο το μερίδιο της Ρωσίας ήταν 24,7%. Η Ρωσία είναι επίσης ο κορυφαίος προμηθευτής άνθρακα της Γηραιάς Ηπείρου με ποσοστό 49%, ενώ οι εξαγωγές σιταριού Ρωσίας και Ουκρανίας αντιστοιχούν στο ένα τέταρτο του παγκόσμιου εμπορίου. Ανατροπές λοιπόν αναμένονται στις υφιστάμενες ισορροπίες στο θαλάσσιο εμπόριο που θα επιφέρει η γενικευμένη κλιμάκωση στην Ουκρανία και η επιβολή αυστηρότερων κυρώσεων από την πλευρά της Δύσης στη Ρωσία. Η διεθνής ναυτιλία καταστρώνει τα σχέδια έκτακτης ανάγκης για να προσαρμοσθεί στα νέα δεδομένα, καθώς αλλάζουν όλα στα δρομολόγια και η ζήτηση πλοίων στη Μαύρη Θάλασσα. Η αβεβαιότητα που δημιουργείται θα επηρεάσει τις ναυτιλιακές αγορές, καθώς οι ροές αργού πετρελαίου, φυσικού αερίου/LNG, άνθρακα και σιτηρών μεσοπρόθεσμα θα διαταραχθούν.
Ο κ. Κορκίδης, δήλωσε:
«Η ουκρανική κρίση σίγουρα δημιουργεί ανησυχίες στην ελληνική αγορά για ακρίβεια διαρκείας στα καύσιμα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει ανησυχία επάρκειας καυσίμων και ελλείψεων σε βασικά αγαθά και άλλα καταναλωτικά είδη. Το μείζον θέμα είναι βεβαίως ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης της παγκόσμιας ασφάλειας, που προέρχεται από μονομερείς ενέργειες μιας ισχυρής χώρας. Εξίσου μείζονα θέματα είναι, αφενός η ενεργειακή ασφάλεια και αφετέρου η οικονομική επίπτωση στην ελληνική αγορά. Τα ελάσσονα θέματα είναι οι πιθανοί κίνδυνοι επάρκειας και ελλείψεων, που δύσκολα απειλούν ένα θαλασσινό κράτος και εμπορικό κόμβο όπως η Ελλάδα. Σωστά λοιπόν η χώρα μας, ως μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ με συνέπεια προσπαθεί ακόμα και μετά την ρώσικη εισβολή να παραμείνουν ανοιχτοί οι δίαυλοι διπλωματικής επικοινωνίας από και προς την Ρωσία, μήπως τελικά πρυτανεύσει η λογική και επικρατήσει το συντομότερο μετά τον πόλεμο, η ειρήνη.»