Η ολοκλήρωση της 4ης αξιολόγησης με fast-track διαδικασίες μαρτυρά τη βούληση κυβέρνησης και θεσμών για έγκαιρη ολοκλήρωση και έξοδο αμφότερων από το 3ο μνημόνιο, εκτιμά ο ΣΕΒ στο Εβδομαδιαίο Δελτίο για την ελληνική οικονομία που κυκλοφόρησε σήμερα.

Χαρακτηρίζει “θετική εξέλιξη” την ολοκλήρωση 3 αξιολογήσεων σε λιγότερο από ένα χρόνο “καθώς μεταφέρει μηνύματα σταθερότητας στις αγορές”.

Τονίζει παράλληλα ότι η υλοποίηση και εμβάθυνση των μεταρρυθμίσεων είναι πλέον Ελληνική υπόθεση.

Κατά τον ΣΕΒ οι απαραίτητες παρεμβάσεις στην οικονομία “που θα εξασφαλίσουν συνθήκες δυναμικής ανάπτυξης με εκτίναξη των επενδύσεων και απογείωση της εξωστρέφειας είναι:

(α) στις εργασιακές σχέσεις: αλλαγή στη λειτουργία της διαιτησίας, σύνδεση των μισθών με την παραγωγικότητα και ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις,

(β) στον ανταγωνισμό: απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, ολοκλήρωση των ιδιωτικοποιήσεων, άρση των γραφειοκρατικών διαδικασιών χωροθέτησης και αδειοδότησης των επιχειρήσεων,

(γ) στη φορολογία: σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών στην εργασία και το κεφάλαιο, επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών,

(δ) στη δημόσια διοίκηση: πλήρης ψηφιοποίηση της λειτουργίας της και εκχώρηση δραστηριοτήτων στον ιδιωτικό τομέα (outsourcing).  Τώρα που η κυβέρνηση αγκαλιάζει όλο και περισσότερο την επιχειρηματικότητα, είναι χρήσιμο να εντάσσει στα σχέδια της προτάσεις που προέρχονται από εκείνους που δημιουργούν δουλειές, πληρώνουν φόρους και συμβάλλουν στην πρόοδο της Ελληνικής κοινωνίας.

Η αναπτυξιακή στρατηγική που μόλις δόθηκε στη δημοσιότητα, ενσωματώνει ελάχιστες από τις ενδιαφέρουσες προτάσεις που παρουσιάστηκαν στο πρόσφατο επενδυτικό συνέδριο του ΣΕΒ. Το στοίχημα για όλους μας είναι να δώσουμε πραγματικά φιλοεπενδυτικό περιεχόμενο στις μεταρρυθμίσεις πέρα από τη καταγραφή κάποιων επικεφαλίδων στις οποίες όλοι συμφωνούμε. Μετά από μια δεκαετία απώλειας 25% του ΑΕΠ, οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης του 1,5-2% δεν αρκούν. Απαιτείται μια πραγματική αναπτυξιακή εκτίναξη για να επιλυθούν τα σοβαρά προβλήματα που αφήνει πίσω της η ύφεση (αποεπένδυση, ανεργία, κόκκινα δάνεια, μετανάστευση). Επί του κειμένου της συμφωνίας όμως θα επανέλθουμε αναλυτικότερα”

Βαρίδι η αρνητική αποταμίευση των παραγωγικών ηλικιών

Από το 2012, η αποταμίευση των νοικοκυριών έχει γίνει αρνητική ενώ επιδεινώνεται συν τω χρόνω. Το 2017, το ποσοστό αποταμίευσης διαμορφώθηκε, μάλιστα, στο χαμηλότερο επίπεδο της σύγχρονης οικονομικής ιστορίας της χώρας (-7,3% του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος), με τους φόρους και εισφορές να έχουν αυξηθεί, ως ποσοστό του εισοδήματος των μισθωτών, των ελεύθερων επαγγελματιών και των συνταξιούχων, από 28,3% το 2014 σε 30% το 2017.

Η αδυναμία αποταμίευσης σήμερα έχει συνέπειες για την ευημερία των νοικοκυριών διαχρονικά, καθώς, σε συνδυασμό με την απουσία τραπεζικής χρηματοδότησης, περιορίζει το ύψος των επενδύσεων των νοικοκυριών (αγορά κατοικίας, επιχειρηματική δραστηριότητα ελεύθερων επαγγελματιών, κ.ο.κ.), καθώς τα νοικοκυριά προσπαθούν σήμερα να συντηρήσουν ένα επίπεδο κατανάλωσης μεγαλύτερο από αυτό που στηρίζει το τρέχον εισόδημα τους.

Αξιοσημείωτο είναι ότι οι άνθρωποι που δεν αποταμιεύουν σήμερα είναι εκείνοι στις πιο παραγωγικές ηλικίες των 35-54 ετών που, πριν την κρίση, και αποταμίευαν και αποπλήρωναν τα δάνειά τους και έβαζαν κάτι στην άκρη για αργότερα. Μάλιστα, τα νοικοκυριά με αρχηγό οικογένειας ηλικίας 35-44 ετών είναι τα πλέον επιβαρυμένα. Ενώ στην αρχή της κρίσης (2010) αποταμίευαν το 2,3% των εισοδημάτων τους, σήμερα (2016) η αποταμίευση τους είχε γίνει βαθιά αρνητική (-13,3%). Όταν οι άνθρωποι αυτοί γίνουν συνταξιούχοι, τότε οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις τους θα είναι χαμηλές, ενώ και οι συντάξεις τους θα είναι μειωμένες, λόγω της ανυπαρξίας συνταξιοδοτικής αποταμίευσης, αλλά και της προϊούσας γήρανσης του πληθυσμού. Έτσι, η κατανάλωσή τους θα συμπιέζεται και από τις δύο πλευρές. Τέλος, τα νοικοκυριά, με αρχηγό οικογένειας σε ηλικία έως 34 ετών, υπό κανονικές συνθήκες, έχουν αρνητική αποταμίευση, καθώς η κατανάλωσή τους στηρίζεται με δανεικά από τις τράπεζες ή με “χορηγίες” γονέων.

Με την κρίση, όμως, οι τράπεζες παραμένουν επιφυλακτικές στη χορήγηση νέων δανείων προς τα νοικοκυριά. Ταυτόχρονα, έχει μειωθεί κατακόρυφα η κατανάλωσή τους αλλά πολύ λιγότερο από το εισόδημά τους, με την αρνητική τους αποταμίευση να έχει εκτοξευθεί στα ύψη, καθώς οι “χορηγίες” γονέων συνεχίζονται. Σημειώνεται ότι η αποταμίευση στα νοικοκυριά με αρχηγό οικογένειας ηλικίας άνω των 65 ετών (κυρίως συνταξιούχοι) ήταν πριν την κρίση, αλλά και είναι και σήμερα, θετική, αν και έχει μειωθεί κατά τι λόγω της ύφεσης. Το εύρημα αυτό έρχεται σε αντίθεση με την θεωρία που θέλει τους ηλικιωμένους να έχουν αρνητική αποταμίευση, καθώς στηρίζουν ένα επίπεδο κατανάλωσης υψηλότερο του εισοδήματος τους, χρησιμοποιώντας την αποταμίευσή τους. Προφανώς, στην Ελλάδα οι αποταμιεύσεις των ηλικιωμένων τείνουν να στηρίζουν κυρίως τα παιδιά τους, είτε ενισχύοντας το εισόδημά τους, εν ζωή, είτε τον πλούτο τους, μετά θάνατον.

Παρόλα αυτά, πολλοί νέοι άνθρωποι φεύγουν από την Ελλάδα σε αναζήτηση επαγγελματικής αποκατάστασης, ενώ όσοι σπούδασαν στο εξωτερικό, δεν επιστρέφουν πίσω στην πατρίδα. Και αυτό συμβαίνει διότι αξιώνουν την απλή κανονικότητα που τους στέρησε η χώρα στην οποία γεννήθηκαν, δηλαδή να αγοράσουν ένα σπίτι, να ανοίξουν μια επιχείρηση και να φτιάξουν οικογένεια. Δεν είναι τυχαίο, πάντως, που η ελληνική κοινωνία “άντεξε” την μεγαλύτερη κρίση στην μεταπολεμική της ιστορία, καθώς οι συντάξεις έπαιξαν τον ρόλο της μητέρας όλων των οικονομικών σταθεροποιητών, στηρίζοντας την κατανάλωση ακόμη και των πιο παραγωγικών ηλικιών που υπερφορολογούνται για να πληρωθούν οι συντάξεις, σε ένα φαύλο κύκλο που δεν αφήνει την οικονομία να σταθεί στα πόδια της.”

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ