Η «υγεία» του ελληνικού μεταποιητικού τομέα επιδεινώθηκε και πάλι τον Νοέμβριο, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της έρευνας PMI από την S&P Global.

Ο εποχικά προσαρμοσμένος δείκτης υπευθύνων προμηθειών της S&P Global για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index – PMI) έκλεισε στις 48,4 μονάδες τον Νοέμβριο, ελαφρώς υψηλότερα από τις 48,1 μονάδες του Οκτωβρίου. Σύμφωνα μα σχετική ανακοίνωση, την πρόσφατη τιμή υπέδειξε πέμπτη συνεχή μηνιαία μείωση των λειτουργικών συνθηκών σε όλο το εύρος του ελληνικού μεταποιητικού τομέα.

Τα επίπεδα παραγωγής των Ελλήνων κατασκευαστών μειώθηκαν για έκτο διαδοχικό μήνα τον Νοέμβριο, μολονότι με βραδύτερο ρυθμό. Η μείωση της παραγωγής ήταν σε γενικές γραμμές σταθερή, καθώς οι εταιρείες ανέφεραν ότι η ασθενής ζήτηση από την πλευρά των πελατών και η μείωση των εισροών νέων παραγγελιών οδήγησαν στην ύφεση.

Πίσω από την πτώση της παραγωγής βρισκόταν η περαιτέρω συρρίκνωση των νέων πωλήσεων στα μέσα του τέταρτου τριμήνου. Η μείωση των νεών παραγγελιών ήταν σε γενικές γραμμές απότομη παρά την εξασθένηση σε σύγκριση με τον Οκτώβριο. Οι εταιρείες ανέφεραν, στο πλαίσιο της έρευνας, ότι οι επιπτώσεις του πληθωρισμού και η οικονομική αβεβαιότητα οδήγησαν στη διστακτικότητα των πελατών, ενώ υπήρξαν και αναφορές για ακυρώσεις παραγγελιών. Οι συνθήκες ζήτησης στις αγορές του εξωτερικού ήταν επίσης δύσκολες, καθώς οι νέες παραγγελίες εξαγωγών μειώθηκαν περαιτέρω.

Οι πιέσεις επί του κόστους που αντιμετώπισαν οι Έλληνες παραγωγοί αγαθών εξασθένησαν τον Νοέμβριο, καθώς οι τιμές εισροών αυξήθηκαν με τον δεύτερο βραδύτερο ρυθμό από τον Ιανουάριο του 2021. Παρά τις αναφορές για χαμηλότερο κόστος ορισμένων βασικών αγαθών, ο ρυθμός αύξησης ήταν ιστορικά αυξημένος λόγω των περαιτέρω αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας και των πρώτων υλών.

Οι ηπιότερες αυξήσεις της επιβάρυνσης κόστους επέτρεψαν σε ορισμένες εταιρείες να προσφέρουν μειωμένες τιμές και εκπτώσεις στους πελάτες τους, σε μια προσπάθεια να αυξήσουν τις πωλήσεις. Παρότι εξασθένησε στον βραδύτερο που έχει καταγραφεί σε διάστημα τριών μηνών, ο ρυθμός αύξησης των χρεώσεων ήταν αισθητά υψηλότερος από τον μέσο όρο της έρευνας, καθώς οι εταιρείες προσπάθησαν γενικά να μετακυλίσουν το υψηλότερο κόστος.

Τα στοιχεία του Νοεμβρίου υπέδειξαν μείωση της αγοραστικής δραστηριότητας, την έβδομη σε ισάριθμους μήνες. Η χαμηλότερη ζήτηση για εισροές και οι μειωμένες απαιτήσεις για αναπλήρωση των αποθεμάτων, καθώς οι νέες παραγγελίες είχαν μειωθεί, οδήγησαν, εν μέρει, σε αναφορές για εξασθένηση των πιέσεων στην αλυσίδα εφοδιασμού.

Παρότι εξακολουθεί να είναι απότομη λόγω των ελλείψεων σε υλικά και των καθυστερήσεων στις μεταφορές, η μείωση της απόδοσης των προμηθευτών ήταν η λιγότερο έντονη από τον Οκτώβριο του 2020.

Η επιχειρηματική εμπιστοσύνη μεταξύ των Ελλήνων κατασκευαστών ενισχύθηκε τον Νοέμβριο, καθώς οι ελπίδες για αύξηση των επενδύσεων και μεγαλύτερη ζήτηση στήριξαν το κλίμα αισιοδοξίας. Ωστόσο, το θετικό κλίμα παρέμεινε και πάλι υποτονικό στο πλαίσιο της ιστορίας της έρευνας.

Οι υποτονικές προσδοκίες για το επόμενο έτος είχαν ως αποτέλεσμα την τέταρτη διαδοχική μηνιαία υποχώρηση των επιπέδων απασχόλησης. Οι εταιρείες μείωσαν τον αριθμό του εργατικού δυναμικού, λόγω της ασθενούς ζήτησης και της περαιτέρω απότομης πτώσης των αδιεκπεραίωτων εργασιών.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ